Σάββατο 26 Φεβρουαρίου 2011

Γιατί είμαι άνθρωπος




Γιατί δεν είμαι χριστιανός
!

Εισαγωγή

Το θέμα για το οποίο θα σας μιλήσω, είναι το «Γιατί δεν είμαι χριστιανός». Ίσως θα ήταν καλό, πρώτα απ' όλα να προσπαθήσω να ξεκαθαρίσω τι εννοεί κανείς με τη λέξη «χριστιανός». Χρησιμοποιείται στις μέρες μας με ένα ευρύ νόημα από πολλούς ανθρώπους. Μερικοί άνθρωποι δεν εννοούν τίποτα περισσότερο με αυτή από ένα πρόσωπο που προσπαθεί να ζήσει μια καλή ζωή. Υπό αυτή την άποψη θα πρέπει να υπάρχουν χριστιανοί σε όλες τις σέκτες και τα δόγματα� όμως δεν πιστεύω ότι αυτό είναι το πραγματικό νόημα της λέξης, διότι θα προϋπέθετε όλους τους ανθρώπους που δεν είναι χριστιανοί -όλους τους βουδιστές, κομφουκιανούς, μωαμεθανούς κ.λπ.- να μη ζουν μια καλή ζωή.

Δεν εννοώ ως χριστιανό κάθε άνθρωπο που προσπαθεί να ζήσει μια αξιοσέβαστη ζωή σύμφωνα με τα φώτα του. Νομίζω ότι πρέπει να έχεις μια ορισμένη ποσότητα καθορισμένης πίστεως πριν να έχεις το δικαίωμα να αποκαλείς τον εαυτό σου χριστιανό. Η λέξη δεν έχει ένα τόσο καθαρόαιμο νόημα όπως είχε τον καιρό του Αγίου Αυγουστίνου και του Αγίου Θωμά του Ακινάτη. Σε εκείνες τις μέρες, αν ένας άνθρωπος έλεγε πως ήταν χριστιανός, όλοι καταλάβαιναν τι εννοούσε. Αποδεχόσουν μια σειρά από δόγματα που ήταν διατυπωμένα με μεγάλη ακρίβεια, και κάθε μία συλλαβή αυτών των δογμάτων την πίστευες με όλη τη δύναμη των πεποιθήσεών σου.

Τί είναι ένας χριστιανός;

Στις μέρες δεν είναι ακριβώς αυτό. Πρέπει να γίνουμε λίγο περισσότερο γενικόλογοι για το νόημα του Χριστιανισμού. Σκέφτομαι, πάντως, ότι υπάρχουν δύο διαφορετικά στοιχεία που είναι αρκετά θεμελιώδη για κάθε ένα που αποκαλεί τον εαυτό του χριστιανό. Το πρώτο είναι δογματικής φύσης -και για να το κατονομάσουμε θα πούμε ότι πρέπει να πιστεύεις στον Θεό και την αθανασία. Αν δεν πιστεύεις σε αυτά τα δύο πράγματα, δεν νομίζω ότι μπορείς ουσιαστικά να καλείς τον εαυτό σου χριστιανό. Μετά, και κατόπιν τούτου, όπως απαιτεί και η ονομασία, πρέπει να έχεις μια κάποιου είδους πίστη στον Χριστό. Οι μωαμεθανοί, για παράδειγμα, το ίδιο πιστεύουν στον Θεό και την αθανασία, αλλά δεν καλούν τους εαυτούς τους χριστιανούς. Νομίζω πως πρέπει να έχεις τουλάχιστον την πίστη ότι ο Χριστός ήταν, αν όχι Θεός, τουλάχιστον ο καλύτερος κι ο σοφότερος άνθρωπος. Αν δεν πιστεύεις αυτά τα ελάχιστα για τον Χριστό, δεν νομίζω ότι έχεις κάποιο δικαίωμα να αποκαλείς τον εαυτό σου χριστιανό. Φυσικά, υπάρχει και ένα άλλο νόημα που βρίσκει κανείς στον Αλμανάκ του Γουάιτέικερ και σε γεωγραφικά βιβλία, όπου ο πληθυσμός του κόσμου διαιρείται σε χριστιανούς, μωαμεθανούς, βουδιστές, λάτρεις φετίχ, κ.ο.κ. μα με αυτή τη λογική είμαστε όλοι χριστιανοί. Τα γεωγραφικά βιβλία μάς καταμετρούν όλους, αλλά αυτή είναι μια γεωγραφική αντίληψη, την οποία θαρρώ ότι μπορούμε να παραβλέψουμε. Εκ τούτων, εξηγώντας σας το γιατί δεν είμαι χριστιανός, θα πρέπει να δηλώσω δύο διαφορετικά πράγματα: Πρώτον, γιατί δεν πιστεύω στον Θεό και την αθανασία� και δεύτερον, γιατί δεν πιστεύω ότι ο Χριστός ήταν ο καλύτερος και ο σοφότερος άνθρωπος, αν και του αποδίδω ένα μεγάλο βαθμό ηθικής καλοσύνης.

Όμως για τις επιτυχείς προσπάθειες των απίστων του παρελθόντος, δεν μπορώ να λάβω ένα τόσο ελαστικό ορισμό του Χριστιανισμού ως αυτόν. Όπως είπα πιο πριν, στις παλιές ημέρες είχε ένα πιο καθαρόαιμο νόημα. Για παράδειγμα, συμπεριέλαβε την πίστη στην Κόλαση. Η πίστη στην αιώνια Κόλαση του πυρός ήταν μια βασική χριστιανική πίστη μέχρι πρόσφατα. Σε αυτήν τη χώρα, όπως γνωρίζετε, σταμάτησε να είναι μια βασική πίστη εξαιτίας της αποφάσεως του συμβουλίου του Privy, και από αυτή την απόφαση διαφώνησαν οι αρχιεπίσκοποι του Καρτέρμπουρι και της Υόρκης� όμως σ' αυτή τη χώρα η θρησκεία μας καθορίζεται από κοινοβουλευτική πράξη, ως εκ τούτου, το συμβούλιο του Privy μπόρεσε και ξεπέρασε τις προσευχές τους κι η Κόλαση δεν ήταν πλέον απαραίτητη για έναν χριστιανό. Κατά συνέπεια, δεν θα επιμείνω στο ότι ένας χριστιανός πρέπει να πιστεύει στην Κόλαση.

Η ύπαρξη του Θεού
Το ερώτημα της ύπαρξης του Θεού, είναι ένα μεγάλο και σοβαρό ερώτημα, κι αν δοκιμάσω να το αντιμετωπίσω με κάποιο κατάλληλο τρόπο θα πρέπει να σας κρατήσω εδώ μέχρι την έλευση της βασιλείας (σ.σ.: του Θεού), γι' αυτό θα πρέπει να με συγχωρέσετε αν το αντιμετωπίσω με έναν μάλλον περιληπτικό τρόπο. Γνωρίζετε, ασφαλώς, ότι η Καθολική Εκκλησία το έθεσε επί τάπητος ως ένα δόγμα όπου η ύπαρξη του Θεού μπορεί να αποδειχθεί από την αναίτια αιτία. Αυτό είναι ένα κάπως σοβαρό δόγμα, αλλά είναι ένα από τα δόγματά τους. Έπρεπε να το εισάγουν, γιατί κάποια στιγμή οι ελευθερόφρονες απέκτησαν τη συνήθεια να λένε ότι υπάρχουν αυτά και εκείνα τα ζητήματα που η κοινή λογική μπορεί να σηκώσει ενάντια στην ύπαρξη του Θεού, αλλά βέβαια γνώριζαν ως ζήτημα της πίστης ότι ο Θεός υπάρχει. Τα επιχειρήματα και οι αιτίες τέθηκαν σε μεγάλη κλίμακα, κι η Καθολική Εκκλησία ένιωσε ότι έπρεπε αυτό να σταματήσει. Εκ τούτου το έθεσαν κάτω, πως η ύπαρξη του Θεού μπορεί να αποδειχθεί από την αναίτια αιτία, και συνέθεσαν ότι θα μπορούσαν να θεωρηθούν επιχειρήματα περί της αποδείξεώς της. Υπάρχουν, φυσικά, μια σειρά από αυτά, αλλά θα λάβω υπ' όψιν μου λίγα.

Το επιχείρημα της πρώτης αιτίας
Ίσως το πιο απλό και πιο εύκολο να εννοηθεί είναι το επιχείρημα της πρώτης αιτίας. Θεωρείται ότι καθετί που βλέπουμε σ' αυτόν τον κόσμο έχει μιαν αιτία, κι όσο προχωράμε προς τα πίσω στην αλυσίδα των αιτιών όλο και περισσότερο, πρέπει να φτάσουμε σε κάποιο πρώτο αίτιο, και σ' αυτό το πρώτο αίτιο αποδίδουμε το όνομα του Θεού. Αυτό το επιχείρημα, υποθέτω, δεν έχει πολύ βαρύτητα στις μέρες μας, επειδή, κατ' αρχάς, δεν είναι ότι ακριβώς ήταν άλλοτε. Οι φιλόσοφοι κι οι άνθρωποι της επιστήμης χρησιμοποιούσαν το αίτιο αλλά δεν έχει σήμερα τίποτα από τη ζωτικότητα που είχε άλλοτε� μα εκτός από αυτό, μπορείς να δεις πως το επιχείρημα ότι πρέπει να υπάρχει κάποιο πρώτο αίτιο είναι ένα επιχείρημα που δεν έχει αξία. Ίσως πρέπει να πω ότι, όταν ήμουν νέος, και σκεφτόμουν αυτές τις ερωτήσεις σοβαρά στο μυαλό μου, εγώ ο ίδιος για πολύ καιρό δεχόμουν αυτό το επιχείρημα της πρώτης αιτίας, μέχρι που μιαν ημέρα, στην ηλικία των δεκαοκτώ, διάβασα την αυτοβιογραφία του Τζον Στιούαρτ Μιλ κι εκεί βρήκα αυτή την πρόταση: «Ο πατέρας μου με έμαθε ότι η ερώτηση, ποιός με έφτιαξε, δεν μπορεί να απαντηθεί, επειδή αμέσως επιφέρει την ακόλουθη ερώτηση: Ποιός έφτιαξε τον Θεό;». Αυτή η απλή πρόταση μου έδειξε, όπως ακόμη σκέφτομαι, το σφάλμα στο επιχείρημα του πρώτου αιτίου. Αν καθετί πρέπει να έχει μιαν αιτία, τότε κι ο Θεός πρέπει να έχει μιαν αιτία. Αν μπορεί να υπάρχει κάτι χωρίς καμιά αιτία, θα μπορούσε κάλλιστα να είναι ο κόσμος-θεός, έτσι δεν μπορεί να υπάρχει καμιά αξία σ' αυτό το επιχείρημα. Είναι ακριβώς της ίδιας φύσης με την προοπτική των ινδουιστών, ότι ο κόσμος στηρίζονταν πάνω σ' έναν ελέφαντα, κι ότι ο ελέφαντας στηρίζονταν πάνω σε μια χελώνα� κι όταν ρώτησαν: «Και η χελώνα; (πού στηρίζονταν;)», ο Ινδός απάντησε: «Ας αλλάξουμε θέμα». Πράγματι το επιχείρημα της πρώτης αιτίας δεν είναι καλύτερο από αυτό. Δεν υπάρχει λόγος για τον οποίο θα πρέπει να υποθέσουμε ότι ο κόσμος είχε μιαν απαρχή. Η ιδέα ότι τα πράγματα θα πρέπει να έχουν μιαν απαρχή οφείλεται στην έλλειψη της φαντασίας μας. Εκ τούτου, ίσως, δεν χρειάζεται να χάσω άλλο χρόνο πάνω στο επιχείρημα της πρώτης αιτίας.

Το επιχείρημα του φυσικού νόμου
Μετά υπάρχει ένα πολύ κοινό επιχείρημα εκ του φυσικού νόμου. Αυτό ήταν ένα αγαπημένο επιχείρημα κατά τη διάρκεια του δέκατου όγδοου αιώνα, ιδίως κάτω από την επίδραση του σερ Ισαάκ Νιούτον και της κοσμογονίας του. Οι άνθρωποι παρατηρούσαν τους πλανήτες που περιστρέφονταν γύρω από τον ήλιο σύμφωνα με το νόμο της βαρύτητας, και πίστευαν ότι ο Θεός είχε δώσει μια διαταγή σ' αυτούς τους πλανήτες ώστε να κινούνται σύμφωνα με κάποιον τρόπο. Κι αυτός ήταν ο λόγος που αυτό γίνονταν. Αυτή ήταν, φυσικά, μια συμφέρουσα κι απλή εξήγηση που τους έσωζε από το πρόβλημα της περαιτέρω εξέτασης για την ερμηνεία του νόμου της βαρύτητας. Σήμερα εξηγούμε τον νόμο της βαρύτητας με κάποιο σύνθετο τρόπο που εισήγαγε ο Αϊνστάιν. Δεν διατίθεμαι να σας δώσω διάλεξη για τον νόμο της βαρύτητας, όπως ερμηνεύτηκε από τον Αϊνστάιν, διότι αυτό ξανά θα μας έπαιρνε κάποιο χρόνο� από κάθε άποψη, δεν έχουμε πλέον το είδος του φυσικού νόμου που είχαμε στο Νευτώνειο Σύστημα, όπου, για κάποιο λόγο που κανένας δεν μπορούσε να καταλάβει, η φύση συμπεριφέρονταν κατά κάποιον ομοιόμορφο τρόπο.

Τώρα ανακαλύπτουμε πως πολλά πράγματα που πιστεύαμε ότι ήταν φυσικοί νόμοι είναι στην πραγματικότητα ανθρώπινες συμβάσεις. Γνωρίζετε πως ακόμη και στο πιο απόμακρο βάθος του αστρικού διαστήματος χρειάζονται τρία πόδια για να συμπληρωθεί μια γιάρδα μήκους. Αυτό είναι, χωρίς αμφιβολία, ένα αξιοσημείωτο γεγονός, αλλά πολύ δύσκολα θα το βάπτιζες φυσικό νόμο. Και πολλά πράγματα που θεωρήθηκαν φυσικοί νόμοι είναι στην πραγματικότητα τέτοιου είδους. Από την άλλη μεριά, εκεί που μπορείς να βρεις τη γνώση για το τι κάνουν πραγματικά τα άτομα, θα δεις ότι υπόκεινται λιγότερο στους νόμους, από όσο οι άνθρωποι νόμιζαν, κι ότι οι νόμοι στους οποίους θα φτάσεις είναι στατιστικές πιθανότητες οι οποίες προκύπτουν τυχαία.

Υπάρχει, όπως όλοι γνωρίζουμε, ένας νόμος σύμφωνα με τον οποίο σαν πετάξεις μια ζαριά θα πετύχεις εξάρες μόνο μια φορά στις τριάντα έξι φορές, κι αυτό δεν το εκλαμβάνουμε ως απόδειξη της ρύθμισης της πτώσης του ζαριού από κάποιο σχεδιασμό� αντίθετα, αν κάθε φορά λαμβάναμε εξάρες θα σκεπτόμασταν ότι υπάρχει κάποιο σχέδιο. Οι περισσότεροι νόμοι της φύσης είναι του αυτού ιδίου είδους. Είναι στατιστικές πιθανότητες τέτοιες όπως προκύπτουν από τους νόμους της τύχης� κι αυτό μας λέει πως όλη αυτή η ιστορία του φυσικού νόμου είναι πάρα πολύ λιγότερο εντυπωσιακή από ότι ήταν πριν. Εκτός από αυτό, που αναπαριστά την παρούσα κατάσταση της επιστήμης που μπορεί να αλλάξει αύριο, η όλη ιδέα πως οι φυσικοί νόμοι απαιτούν κάποιον νομοθέτη είναι μια σύγχυση μεταξύ φυσικού κι ανθρώπινου νόμου. Οι ανθρώπινοι νόμοι αποδίδονται για να συμπεριφέρεσαι σύμφωνα με κάποιον τρόπο, στον οποίο τρόπο επιλέγεις να συμμορφωθείς ή δεν επιλέγεις να συμμορφωθείς� αλλά οι φυσικοί νόμοι είναι μια περιγραφή για το πως τα πράγματα συμπεριφέρονται στην πραγματικότητα, και, αφού δεν είναι τίποτα άλλο παρά η περιγραφή του πως πράγματι είναι, δεν μπορείς να επιχειρηματολογείς ότι κάποιος τους είπε να είναι έτσι, διότι ακόμη κι αν υποθέσουμε ότι τους είπε, τότε είσαι αντιμέτωπος με την ερώτηση: Γιατί ο Θεός διέταξε μόνο αυτούς τους φυσικούς νόμους και όχι άλλους;

Αν υποστηρίξεις πως το έκανε απλά από την καλή του συμπεριφορά, και χωρίς κανέναν λόγο, τότε θα ανακαλύψεις ότι υπάρχει κάτι που δεν υπόκεινται στο νόμο και έτσι το τρένο του φυσικού νόμου διακόπτεται. Αν πεις, όπως λένε οι περισσότεροι θεολόγοι, ότι ο Θεός είχε κάποιο λόγο για τον οποίο διέταξε τους νόμους να είναι έτσι κι όχι αλλιώς -ο λόγος, φυσικά, είναι η κατασκευή του καλύτερου σύμπαντος, αν και δεν θα σκεφτόσουν ποτέ να το κοιτάξεις, αν υπήρχε κάποιος λόγος για τους νόμους που ο Θεός έδωσε, τότε ο Θεός ο ίδιος υπόκεινται στον νόμο, και συνεπώς δεν κερδίζεις τίποτα εισάγοντας τον Θεό ως διαμεσολαβητή. Έχεις πράγματι έναν νόμο εκτός και προηγούμενο των θεϊκών εντολών, κι ο Θεός δεν εξυπηρετεί τους σκοπούς σου, αφού δεν είναι ο απώτατος νομοθέτης.

Εν συντομία, όλο αυτό το επιχείρημα του φυσικού νόμου δεν έχει καμιά δύναμη από όση είχε παλαιότερα. Ταξιδεύω στον χρόνο κατά την εξέταση αυτών των επιχειρημάτων. Τα επιχειρήματα που χρησιμοποιούνται για την ύπαρξη του Θεού αλλάζουν το χαρακτήρα τους καθώς περνά ο χρόνος. Ήταν στην αρχή διαλεκτικά επιχειρήματα που ενσωμάτωναν ορισμένες καθοριστικές σοφιστείες. Καθώς ερχόμαστε στην εποχή μας γίνονται λιγότερο σεβαστά κι όλο και περισσότερο επηρεάζονται από μια ηθική ασάφεια.

Το επιχείρημα του σχεδίου
Το επόμενο βήμα μας φέρνει στο επιχείρημα του σχεδίου. Όλοι σας γνωρίζετε το επιχείρημα του σχεδίου: Καθετί στον κόσμο κατασκευάστηκε έτσι ώστε να μπορούμε να ζούμε στον κόσμο, κι αν ο κόσμος ήταν ελάχιστα διαφορετικός δεν θα μπορούσαμε να ζήσουμε σ' αυτόν. Αυτό είναι το επιχείρημα του σχεδίου. Μερικές φορές λαμβάνει μια παράξενη μορφή� για παράδειγμα, λέγεται πως οι λαγοί έχουν άσπρες ουρές, ώστε να είναι εύκολο να τους πυροβολήσεις. Δεν γνωρίζω πως θα αντιλαμβάνονταν αυτή την εφαρμογή οι λαγοί. Είναι ένα επιχείρημα το οποίο εύκολα γίνεται παρωδία. Όλοι σας γνωρίζεται τη σημείωση του Βολτέρου, ότι η μύτη σχεδιάστηκε έτσι ώστε να ταιριάζει στα θεάματα. Αυτή η μορφή της παρωδίας δεν είναι τόσο επιτυχημένη όπως ήταν το δέκατο όγδοο αιώνα, εξαιτίας τού ότι από την εποχή του Δαρβίνου καταλαβαίνουμε πολύ καλύτερα γιατί τα ζωντανά πλάσματα προσαρμόστηκαν στο περιβάλλον τους. Δεν είναι το ότι το περιβάλλον κατασκευάστηκε ώστε να είναι κατάλληλο γι' αυτά, κι αυτή είναι η βάση της προσαρμογής. Δεν υπάρχει απόδειξη του σχεδιασμού.

Όταν εξετάζεις αυτό το επιχείρημα του σχεδίου, είναι πολύ εκπληκτικό το ότι οι άνθρωποι μπορούν να πιστεύουν πως αυτός ο κόσμος, με όλα τα πράγματα μέσα του, με όλα τα ελαττώματά του, πρέπει να είναι το καλύτερο που ο παντοδύναμος κι ο παντογνώστης ήταν ικανός να κατασκευάσει σε εκατομμύρια χρόνια. Πραγματικά δεν μπορώ να το πιστέψω. Πιστεύεις ότι, αν σου δίνονταν παντοδυναμία και παντογνωσία κι εκατομμύρια έτη στα οποία θα τελειοποιούσες τον κόσμο, εσύ δεν θα κατασκεύαζες τίποτα περισσότερο από Κου Κλουξ Κλαν, τους φασίστες και τον κ. Ουίνστον Τσόρτσιλ; Πραγματικά δεν είμαι τόσο εντυπωσιασμένος με τους ανθρώπους που λένε: «Κοίταξέ με� είμαι ένα τόσο τέλειο προϊόν που πρέπει να υπάρχει κάποιο σχέδιο στο σύμπαν.» Δεν είμαι τόσο πολύ εντυπωσιασμένος από την λάμψη αυτών των ανθρώπων. Επιπλέον, αν δεχθείς τους νόμους της επιστήμης, θα πρέπει να υποθέσεις ότι η ανθρώπινη ζωή κι η ζωή γενικά σ' αυτόν τον πλανήτη θα τερματίσει κάποτε� είναι σαν μια σαπουνόφουσκα� είναι ένα στάδιο στην παρακμή του ηλιακού συστήματος� σε ένα στάδιο της παρακμής θα υπάρχει εκείνη η κατάσταση συνθηκών και θερμοκρασίας κ.ο.κ. που είναι ιδανικές για το πρωτόπλασμα και που υπάρχει ζωή για ένα μικρό διάστημα στην ζωή ολάκερου του ηλιακού συστήματος. Βλέπεις στο φεγγάρι το είδος των πραγμάτων στα οποία η γη τείνει -κάτι νεκρό, κρύο αι άνευ ζωής.

Μου λένε ότι αυτή η άποψη των πραγμάτων είναι μελαγχολική κι οι άνθρωποι μερικές φορές λένε πως αν πίστευαν σε κάτι τέτοιο δεν θα μπορούσαν να συνεχίζουν να ζουν. Μην το πιστεύετε� είναι όλα ανοησίες. Κανένας στην πραγματικότητα δεν ανησυχεί πολύ για το τι πρόκειται να γίνει εκατομμύρια χρόνια μετά από τώρα. Ακόμη κι όταν νομίζουν ότι ανησυχούν πολύ γι' αυτό, στην πραγματικότητα εξαπατούν τους εαυτούς τους. Ανησυχούν για κάτι πολύ περισσότερο εγκόσμιο όπως για μια δυσπεψία� αλλά στην πραγματικότητα κανείς δεν γίνεται δυστυχής από τη σκέψη ότι κάτι πρόκειται να γίνει σ' αυτόν τον κόσμο, εκατομμύρια χρόνια μετά. Γι' αυτό, αν κι είναι μια διαδικασία σκοτεινής οπτικής να υποθέσει κανείς ότι η ζωή θα εκλείψει -τουλάχιστον υποθέτω ότι μπορούμε να το πούμε, αν και μερικές φορές όταν ατενίζω τα πράγματα που κάνουν οι άνθρωποι κατά τη διάρκεια της ζωή τους, το θεωρώ ως παρηγοριά- δεν είναι τόσο ώστε να καταστεί η ζωή ελεεινή. Απλά και μόνο σε κάνεις να στρέφεις την προσοχή σου σε άλλα πράγματα.

Τα ηθικά επιχειρήματα για την θεότητα
Τώρα πάμε ένα στάδιο μακρύτερα· σε εκείνο που θα αποκαλούσα διανοητικό κατήφορο που οι θεϊστές έκαναν στα επιχειρήματά τους και φτάνουμε σε αυτά που ονομάζονται ηθικά επιχειρήματα για την ύπαρξη του Θεού. Όλοι σας γνωρίζετε, φυσικά, ότι υπήρχαν στις παλαιές ημέρες τρία επιχειρήματα για την ύπαρξη του Θεού, τα οποία όλα αναφέρθηκαν από τον Εμμανουήλ Καντ στην «Κριτική της αγνής λογικής»� και μόλις εξέθεσε αυτά τα επιχειρήματα ανακάλυψε ακόμη ένα· ένα ηθικό επιχείρημα κι αυτό σχεδόν τον έπεισε. Ήταν σαν πολλούς ανθρώπους� στα ζητήματα λογικής ήταν σκεπτικιστής, αλλά στα ζητήματα της ηθικής πίστευε απεριόριστα στα γνωμικά που εμποτίστηκε στα γόνατα της μητέρας του. Αυτό δείχνει αυτό που οι ψυχαναλυτές τόσο πολύ επισημαίνουν -στα απεριόριστα προπύργια που οι αρχικές μας σχέσεις έχουν σε εκείνες τις επόμενες.

Ο Καντ, όπως είπα, ανακάλυψε ένα καινούργιο ηθικό επιχείρημα για την ύπαρξη του Θεού και στις διάφορες μορφές ήταν εξαιρετικά δημοφιλές κατά τη διάρκεια του 19ου αιώνα. Μια μορφή λέει πως δεν θα υπήρχε λάθος ή σωστό αν ο Θεός δεν υπήρχε. Προς στιγμή δεν ενδιαφέρομαι για το αν υπάρχει μια διαφορά μεταξύ σωστού και λάθους, ή αν δεν υπάρχει καν� αυτή είναι ακόμη μια ερώτηση. Το σημείο που με ενδιαφέρει είναι, αν είσαι αρκετά σίγουρος ότι υπάρχει μια διαφορά μεταξύ σωστού και λάθους, γιατί τότε βρίσκεσαι σ' αυτή την κατάσταση: Εξαρτάται αυτό από τα διατάγματα του Θεού ή όχι; Αν εξαρτάται από τις διατάξεις του Θεού, τότε για τον Θεό τον ίδιο δεν υπάρχει διαφορά μεταξύ σωστού και λάθους και δεν είναι λοιπόν μια σημαντική αναφορά να λέγεται πως ο Θεός είναι καλός. Αν πρόκειται να πεις, όπως κάνουν οι θεολόγοι, ότι ο Θεός είναι καλός, θα πρέπει μετά να πεις ότι το ορθό και το λάθος έχουν κάποιο νόημα που είναι ανεξάρτητο από τα διατάγματα του Θεού, επειδή τα διατάγματα του Θεού είναι καλά κι όχι κακά, ανεξάρτητα από το απλό γεγονός ότι αυτός τα έφτιαξε. Αν πρόκειται να παραδεχθείς αυτό, τότε πρέπει να πεις ότι όχι μόνο δια μέσω του Θεού το σωστό και το λάθος υπάρχουν, αλλά το ότι είναι στην ύπαρξή τους λογικά πριν του Θεού. Θα μπορούσες, φυσικά, αν σου αρέσει, να πεις ότι υπήρχε μια ανώτερη θεότητα που έδινε οδηγίες στο Θεό που κατασκεύασε αυτό τον κόσμο ή θα μπορούσες να ακολουθήσεις τη γραμμή που μερικοί αγνωστικιστές ακολούθησαν -μια γραμμή την οποία συχνά θεωρούσα εύλογη- ότι στην πραγματικότητα αυτός ο κόσμος που γνωρίζουμε κατασκευάστηκε από τον Διάβολο κάποια στιγμή που ο Θεός δεν κοιτούσε. Υπάρχουν πολλά καλά να λεχθούν γι' αυτή και δεν με ενδιαφέρει να την απορρίψω.

Η αποκατάσταση της δικαιοσύνης
Υπάρχει ακόμη μια πολύ παράξενη μορφή ηθικού επιχειρήματος, που είναι η εξής: Λένε πως, η ύπαρξη του Θεού χρειάζεται για να έρθει η δικαιοσύνη στον κόσμο. Στην μεριά του σύμπαντος που γνωρίζουμε υπάρχει μεγάλη αδικία, και συχνά ο καλός υποφέρει, και συχνά ο κακός προοδεύει, και κανείς δύσκολα γνωρίζει ποιο από τα δύο είναι το πιο ενοχλητικό� αλλά αν πρόκειται να έχεις δικαιοσύνη στον κόσμο στο σύνολο θα πρέπει να υποθέσεις ότι μια μελλοντική ζωή θα αποκαταστήσει την ισορροπία της ζωής εδώ στη γη κι έτσι όλοι λένε πως πρέπει να υπάρχει ένας Θεός, κι ότι πρέπει να υπάρχει Παράδεισος και Κόλαση ώστε στο τέλος να υπάρξει δικαιοσύνη.

Αυτό είναι ένα πολύ παράξενο επιχείρημα. Αν κοίταζες το ζήτημα από μια επιστημονική άποψη, θα έλεγες: «Ούτως ή άλλως, γνωρίζω μόνο αυτόν τον κόσμο. Δεν ξέρω για το υπόλοιπο σύμπαν, αλλά μέχρι τώρα, όσο μπορεί κανείς να υποστηρίζει όλες τις πιθανότητες, ένας θα μπορούσε να πει ότι πιθανώς αυτός ο κόσμος είναι ένα καλό παράδειγμα· κι αν υπάρχει αδικία εδώ τότε υπάρχουν οιωνοί πως θα υπάρχει κι αδικία κι αλλού επίσης». Ας υποθέσουμε ότι έχεις ένα καφάσι με πορτοκάλια που είναι ανοικτό κι ανακαλύπτεις όλα τα πορτοκάλια της πάνω σειράς σάπια, δεν θα επιχειρηματολογούσες: «Η κάτω σειρά πρέπει να είναι γερή, για να αποκατασταθεί η ισορροπία». Θα έλεγες: «Πιθανώς όλα τα πορτοκάλια είναι σάπια»� κι αυτό είναι πράγματι ότι ένας επιστήμονας θα επιχειρηματολογούσε γύρω από το σύμπαν. Θα έλεγε: «Εδώ σ' αυτό τον κόσμο βρίσκουμε μια μεγάλη αδικία κι άρα υπάρχει ένας λόγος να υποθέσουμε ότι το δίκαιο δεν κυβερνά τον κόσμο� επομένως αυτό συνιστά ένα ηθικό επιχείρημα ενάντια στον Θεό κι όχι υπέρ του».

Φυσικά, γνωρίζω πως τα είδη των πνευματικών επιχειρημάτων για τα οποία σας συζητώ δεν είναι πράγματι ότι πείθει τον κόσμο. Αυτό που πείθει τον κόσμο να πιστεύει στον Θεό, δεν είναι κάποιο πνευματικό επιχείρημα εξ άλλου. Οι περισσότεροι άνθρωποι πιστεύουν στον Θεό εξαιτίας του ότι το διδάχτηκαν από την παιδική ηλικία, κι αυτός είναι ο κύριος λόγος. Μετά σκέφτομαι ότι ο επόμενος πιο δυνατός λόγος είναι η επιθυμία για ασφάλεια, ένα είδος συναισθήματος όπου ένας μεγάλος αδελφός υπάρχει για να σε φροντίζει. Αυτό παίζει ένα βαθύ μέρος επηρεάζοντας τους ανθρώπους να πιστέψουν στον Θεό.

Γιατί δεν είμαι... χριστιανός;;;;
Διότι.... δεν θα αναζητήσω καταφύγιο ψεύτικης παρηγοριάς σαν δειλός
σε χριστιανικάς γραφάς!

πηγή

Οι γυναίκες των Ομηρικών Επών















Γυναίκα που σε λέγαν... Ιλιάδα και Οδύσσεια!


Ξεχωριστή θέση κατέχει στην «Ιλιάδα και στην «Οδύσσεια» η γυναίκα. Ο Όμηρος υμνεί το κάλλος και τις αρετές της. Γυναίκες πρότυπα η Ωραία Ελένη, η «άλοχος φίλη» Ανδρομάχη, η τραγική Εκάβη, η πιστή Πηνελόπη.

ΓΥΝΑΙΚΕΙΕΣ ΜΟΡΦΕΣ ΣΤΟΝ ΟΜΗΡΟ

ΠΟΛΥΥΜΝΗΤΗ με ξεχωριστή θέση στο ομηρικό ποιητικό στερέωμα της Ιλιάδας και της Οδύσσειας είναι η γυναικεία παρουσία, όπου ο Όμηρος παράλληλα με τα ινδάλματα ήθους ανδρών, στήνει και διδάσκει και ήθη ηρωΐδων· υμνεί το κάλλος, τη γοητεία και τις αρετές που πρέπει να κοσμούν κάθε θνητή· και ταυτόχρονα παραχωρεί αρκετά πρόθυμα ρόλους σημαντικούς στα δρώμενα των πεδίων των μαχών στις ηρωικές θεές. Για κάθε θνητή διαλέγει κάθε φορά εκείνη τη μοναδική και ανεπανάληπτη, που αποτελεί το ιδανικό, το πρότυπο.

Ανάμεσα στις ηρωίδες θεές, κορυφαία η γλαυκώπις Αθηνά, εξαιρετικά πιστή στους εκλεκτούς της, υπερβολικά λογική, μεροληπτική, αδιάλλακτη και εντελώς στερημένη ευαισθησίας. Η Ήρα, η σύζυγος του Δία, ζηλότυπη, δηκτική και δύστροπη, μα και γοητευτική και μερικές φορές ακόμη, όταν το επιδιώκει, επιθυμητή. Η Αφροδίτη, σύνθεση όλων των φυσικών θελγήτρων, αλλά και έκλυτη και κακιά, αναιδής και υπερβολικά ανόητη. Η Άρτεμη, η κυνηγάρισσα, η πανέμορφη θεά Καστιάνειρα η χιοναστράγαλη Θέτις, η ανήλεη Περσεφόνη, η ομορφομαλλούσα Δήμητρα, η φιλάρεσκη Καλυψώ, κόρη του Άτλαντα, και τόσες άλλες θεές και θεότητες, νύμφες και νεράιδες, Χάριτες και Ερινύες.

Από τις θνητές η Ναυσικά ακτινοβολεί σεμνή χάρη, αυθορμητισμό, νεανική απλότητα, αξεπέραστος τύπος της νεαρής παρθένου. Η Αρήτη, τέλεια οικοδέσποινα στα ανάκτορα του Αλκίνοου, του βασιλιά των Φαιάκων, καταδεκτική, αξιοπρεπής με φυσική επιβλητικότητα, πολύτιμη σύμβουλος για τον άξιο σύζυγό της. Η Ευρύκλεια, η γηραιά οικονόμος, γεμάτη μεμψίμοιρη στοργή και αφοσίωση, η Κασσάνδρα, η πιο όμορφη κόρη του Πριάμου, η Ιπποδάμεια που «περισσά ξεχώριζε στη γνώση και στα κάλλη», η Αγαμήδη, η Κλεοπάτρα «της λιγναστράγαλης της Μάρπησσας η κόρη», η Πολυμήλα που στον χορό ήταν πρώτη· και τόσες άλλες ιέρειες, και θνητές με ενεργό συμμετοχή στον αγώνα των τειχών, σκλάβες και παλλακίδες. Μόνη τερατώδης εξαίρεση σ’ αυτή τη μεγαλειώδη παρέλαση των γυναικών της ηρωικής εποχής του Τρωικού Πολέμου η βδελυρή μορφή της Κλυταιμνήστρας.

Η θεόμορφη Ελένη

Κορυφαίες μορφές θνητών γυναικών στα έργα του μεγάλου ραψωδού η θεόμορφη Ελένη, που το φωτοστέφανο της ομορφιάς και της φυσικής ευγένειας την προφυλάσσει από κάθε μικροπρέπεια, ακόμη και όταν βρίσκεται μέσα στην αναταραχή του πάθους· ακόμη και όταν απολαμβάνει την ηρεμία του ξανακερδισμένου σπιτικού της. Και η Ανδρομάχη, η ακριβή «παράκοιτις», που στέκεται εκστατική από θαυμασμό και ανησυχία για τον λατρευτό της ήρωα και σύνευνο, τον Έκτορα. Η Εκάβη, η πονεμένη μάνα και τραγική ηρωίδα, κορυφαία του ανήσυχου συλλογικού χορού των γυναικών της Τροίας στις δύσκολες ώρες της πόλης τους, καθώς αγωνιούν για τους άνδρες, που υπερασπίζονται το ιερό Ίλιον. Η Πηνελόπη, σύμβολο της συζυγικής πίστης, που ζει με την ανάμνηση και την ελπίδα, πανούργα, ευαίσθητη, υπομονετική και σταθερή, ενστικτωδώς δύσπιστη, μπροστά στη διαβλεπόμενη ευτυχία που τελικά είναι γραμμένο να ξαναβρεί.

Στα ομηρικά έπη βέβαιο είναι ότι η επίθεση των Αχαιών στην Τρωάδα ξεκινά από την αρπαγή της πολυθρύλητης Ελένης κι όχι για την «απλή επιθυμία των τριών ή τεσσάρων Αχαιών μοναρχών να ξεπεράσουν την οικονομική δυσπραγία». Άλλωστε ο λόγος του Έκτορα στη ραψωδία Γ της Ιλιάδας, που κατακλύζεται από την παρουσία της κόρης του Δία Ελένης και τις ομολογίες της, είναι ολοκάθαρος. Ο πόλεμος αιτία έχει την αρπαγή της ωραίας γυναίκας που ήταν «νυός», σύζυγος, του αδελφού του, του παγκαλόμορφου Πάρη.

Αναντίρρητα συμπαθέστατη, παρά το αμάρτημά της, παρουσιάζει ο Όμηρος την Ελένη στην Ιλιάδα, όπου ο χαρακτήρας της σκιαγραφείται ήπιος, απλός, ειλικρινής. Καρτερικά υφίσταται τις ταπεινότερες εκφράσεις από τους Τρώες και τις Τρωαδίτισσες και δέχεται με σεβασμό την αυστηρή συμπεριφορά και τους ψυχρούς τρόπους της πεθεράς της, ενώ τρέφει συγκινητική ευγνωμοσύνη προς τον Έκτορα και τον Πρίαμο για τη λεπτότητα και την ευγένεια, με την οποία της φέρονται.

Στη σκηνή της «τειχοσκοπίας», επάνω από τις Σκαιές Πύλες, ο Όμηρος δίνει την πιο τρανή απόδειξη της καλλονής της, όταν οι γέροντες Τρώες γύρω από τον Πρίαμο παρακολουθούν τη μονομαχία του Μενέλαου και του Πάρη, με τη περίφημη φράση του Πρίαμου όταν την αντίκρυσε:

«Ας μη κατηγορούν τους Τρώες και τους Αχαιούς με τα γοργά πόδια,
που πολύ καιρό βασανίζονται για μια τέτοια γυναίκα
ολόιδια είναι η όψη της με αθάνατης θεάς»

Γ 156-158 λέει, περιγράφοντας με αυτόν τον τρόπο την ομορφιά της Ελένης, αφού πουθενά στα ομηρικά κείμενα δεν αναφέρονται τα χαρακτηριστικά της.

Καθώς η Ελένη παρακολουθεί τη μονομαχία κάτω, η ψυχή της πλημμυρίζει νοσταλγία και πόνο για την πατρίδα και τους δικούς της. Χωρίς να δηλώνει μεταμέλεια για το σφάλμα της, χωρίς να αρνείται την ελεύθερη βούλησή της, αυτοκατακρίνεται με έλεγχο συνείδησης δριμύ κι εκφράζεται με περιφρόνηση για τον ευατό της.

Γεμάτοι ντροπή κι εκδίκηση, μα και ειρωνεία είναι οι λόγοι της για τη δειλία και την ήττα του ριψάσπιδα Πάρη, που τον άρπαξε η Αφροδίτη, για να τον σώσει και τώρα βρίσκεται στον οίκο τους.

«Καλώς μας ήλθες από τον πόλεμο! Μακάρι ο ψυχωμένος
άντρας κει πέρα να σε σκότωνε, που πρώτο μου ήταν ταίρι».

Γ 428-429

Συνεχίζοντας, τον κατηγορεί για έλλειψη γενναιότητας, για ανεύθυνη αντιμετώπιση των υποχρεώσεών του απέναντι σε ένα λαό που δεν έφταιξε σε τίποτε και εκείνος τον παρέσυρε σε τόσο θλιβερή περιπέτεια. Γι’ αυτό, όταν ο Έκτορας την επισκέπτεται στα αρχοντικά της δώματα, για να ζητήσει τη συνδρομή της να πείσει τον Πάρη να γυρίσει στο πεδίο της μάχης, εκείνη πρόθυμα συμμαχεί μαζί του. Γιατί, μαζί με την Αφροδίτη, που υπηρετεί, και την προστάτιδα όλων των περιλάλητων έργων, την Εργάνη Αθηνά, επιδιώκει «να ’ναι άντρα αντρειωμένου» γυναίκα, για να μη ντρέπεται για την πολεμική συμπεριφορά του.

Στον θρήνο της για τον χαμό του Έκτορα η Ελένη εκφράζεται με συγκινητική τρυφερότητα για τον «δάερ εμείο», τον αδελφό του άνδρα της, που πάντα στοργικός ήταν μαζί της, και μετά τον σκοτωμό του Πάρη, ακόμη και όταν δέχεται κοντά της τον καινούργιο, τρίτο σύνευνό της, τον αδελφό του, τον επίσης «θεοείκελο», θεόμορφο, Δηίφοβο και εξακολουθεί να παραμένει στα ανάκτορα του Πριάμου.

Σε πολύ διαφορετικά πλαίσια είναι τοποθετημένη η παρουσία της Ελένης στην Οδύσσεια. Χωρίς καμία επιτηδευμένη ντροπαλότητα, χωρίς καμιά προσποιητή μεταμέλεια, εμφανίζεται στα ανάκτορα της Σπάρτης μαζί με τον Μενέλαο με φυσικότητα και απλότητα, χωρίς προλόγους και σχετική προετοιμασία, αρχοντική και πανέμορφη, όμοια με τη δροσερή Άρτεμη παρά τους τόσους χρόνους που διάβηκαν. Καθισμένη στη μακριά βασιλική της καρέκλα με την «αργυράν ηλακάτην και την χρυσήν άτρακτον», όπως κάθε αξιοπρεπής οικοδέσποινα και βασίλισσα, καλοδέχεται τους ξένους της, τον Τηλέμαχο, που ήρθε να πάρει πληροφορίες για τον πατέρα του και τον Πεισίστρατο, τον γιο του Νέστορα.

Κατά τη λαμπρή φιλοξενία των ξένων από τον Μενέλαο στα ανάκτορα της Σπάρτης, οι δύο οικοδεσπότες στέλνουν τη σκέψη τους πίσω στον καιρό της πολιορκίας της Τροίας, όταν ο Οδυσσέας, μεταμορφωμένος σε ψωμοζήτη ζητιάνο, τρυπώνει στο κάστρο του Πριάμου και μολονότι η Ελένη τον αναγνωρίζει, δεν τον φανερώνει, παρότι έχει σκοτώσει πλήθος Τρώες.

Με ιδιαίτερη ευχαρίστηση περνά ο Μενέλαος στο εκπληκτικό τέχνασμα του Οδυσσέα, στον Δούρειο Ίππο, όπου όλοι οι Αχαιοί κάθονται σιωπηλοί όταν η Ελένη τρεις φορές κυκλογύρισε ψηλαφώντας, και καλούσε με το όνομά τους, μιμούμενη τη φωνή των γυναικών τους τους πρώτους από τους Δαναούς. Και τότε όλοι συγκινημένοι ήθελαν να απαντήσουν, μα ο Οδυσσέας, τους έκλεινε σφικτά με τα γερά του χέρια το στόμα, ωσότου η Παλλάδα έδιωξε την Ελένη.

Το τέλος της Ελένης δεν αναφέρεται πουθενά από τον μεγάλο αοιδό. Από την τραγωδία του Ευρυπίδη «Ορέστης» γίνεται γνωστό ότι ο Ορέστης κυνηγημένος από τις Ερινύες, αποφασίζει να τη σκοτώσει. Δεν προλαβαίνει όμως, γιατί οι θεοί υφάρπαξαν την Τυνδαρίδα, που αθάνατη θα ζει δίπλα στους αδελφούς της, Κάστορα και Πολυδεύκη, και θα φωτίζει τους ναυτιλλομένους.

Η «άλοχος φίλη» Ανδρομάχη

Αντίρροπη της Ελένης γυναικεία φυσιογνωμία στο στρατόπεδο των Τρώων η θυγατέρα του Ηετίωνα, του βασιλιά της Κιλικίας και σύζυγος του Έκτορα, η Ανδρομάχη. Είναι αναντίρρητα από τις συμπαθέστερες μορφές του ομηρικού έπους, σύμβολο αφοσιωμένης συζύγου και φιλόστοργης μητέρας. Στην Ιλιάδα σκιαγραφείται, στολισμένη με εξαιρετικές χάρες, γυναικεία τρυφερότητα, ευγένεια, σεμνότητα, συζυγική πίστη, θέρμη, αφοσίωση, υπακοή, πραότητα.

Είναι υπόδειγμα γυναικείας μορφής που συνέδεσε με απόφαση και συνέπεια τη γυναικεία μοίρα με την ανδρική και που θα ζήσει στιγμές τραγικές σε απερίγραπτη δυστυχία.

Πρωτοπαρουσιάζεται στη ραψωδία Ζ, όταν ο Έκτορας γυρίζει στον οίκο του για την «άλοχον φίλην», τη γυναίκα του, και το μικρό παιδί τους, επειδή δεν γνωρίζει αν θα τους ξαναδεί ή θα τον τσακίσουν οι θεοί στων Αχαιών τα χέρια. Αλλά η πρόθυμη κελλάρισσα τον πληροφορεί:

«στο μέγα πύργο ανέβηκε σαν άκουσε οι δικοί μας πως τσάκισαν, κι οι Αργίτες έχουνε τρανή κερδέψει νίκη».

Ζ 386-387

Κορυφαία του γυναικείου χορού των Τρωαδιτισσών, που πλημμυρίζουν τις πύλες και τα κάστρα, παρακολουθεί με αγωνία τους κυνηγημένους από τους Αχαιούς Τρώες. Μόλις αντικρύζει τον άντρα της τρέχει να τον φτάσει.

Στη θωριά των αγαπημένων του προσώπων η όψη του Έκτορα γλυκαίνει. Βάλσαμο τρέχει στην ψυχή του. Όλη η σκληράδα του πολέμου ξεθωριάζει και χάνεται, καθώς κοιτάζει το βλαστάρι του. Αχνογέλασε σιωπηλά. Γεμάτη θλίψη και υποταγή η μορφή του. Δίπλα του η Ανδρομάχη «δάκρυ χέουσα», του κρατά σφιχτά το χέρι και του λέει τρυφερά:

«Από την ορμή την ίδια σου θα βρεις το θάνατό σου
και το μωρό σου δε σπλαχνίζεσαι κι ουδέ τη μαύρη εμένα

Ζ 408-409

... Μα αν είναι να σε χάσω
ν’ ανοίξει η γη να μπω καλύτερα χίλιες φορές»

Ζ 410-411

«Θα σε καταστρέψει η τόση σου ορμή», λέει και είναι σαν να προμαντεύει με τη δύναμη της γυναικείας της διαίσθησης ένα τραγικό τέλος που τρέμει και απεύχεται· γι’ αυτό και προσπαθεί με κάθε τρόπο να τον μεταπείσει. Με κλάματα τον ικετεύει να μη ριψοκινδυνεύει τη ζωή του. Δάκρυα, τρυφερότητα, λύπηση και συμπόνοια, κακή προαίσθηση, ταπεινή παράκληση και συμβουλές αντιτάσσει στη διαφαινόμενη σκληρή του απόφαση. Δεν λυπάσαι το παιδί σου; Ούτε εμένα λυπάσαι; Την ακριβή «άλοχο;» Γιατί κανείς δεν μου μένει πια, αφ’ ότου, ο αρχοντογεννημένος «Αχιλλέας εκπόρθησε το μυριοπλούσιο κάστρο της χώρας των Κιλίκων» ούτε γονείς, ούτε αδελφοί.

«Έκτορα, τώρα εσύ πατέρας μου και σεβαστή μου μάνα
Κι αδέρφι, εσύ και λεβεντόκορμος στη κλίνη σύντροφός μου».

Γεμάτη έγνοια και συγκατάβαση η απόκριση του Έκτορα δεν περιέχει συγκατάνευση στην προτροπή και τις συμβουλές της, παρά μόνο προμαντεύει τη μοίρα της μετά τον χαμό του.

Τη μοναδική τούτη ώρα του ζευγαριού που ο θάνατος παραμονεύει να εξοντώσει τον πατέρα και, μετά την υποθήκη του, που ως χρέος αφήνει στον γιο του ο Έκτορας, να γίνει δηλαδή ο Αστυάνακτας τρανός και περίλαμπρος, απιθώνει στον μυρωδάτο κόρφο της μάνας Ανδρομάχης τον μικρό· ως άλλη παρακαταθήκη της ευθύνης της μητέρας για το παιδί τους, που υποδηλώνει συνάμα, και την εμπιστοσύνη του προς το πρόσωπο της. Καθώς η Ανδρομάχη τον κοιτάζει, γελώντας δακρυσμένη, ένας πόνος του δαγκώνει την καρδιά και προσπαθεί να την παρηγορήσει με λόγια τρυφερά:

«Άμοιρη εσύ, μη μου πικραίνεσαι μες την καρδιά σου τόσο
κανείς αν δεν το στέργει η μοίρα του, στον Άδη δε με στέλνει.

Ζ 486-487

Μόν’ τώρα εσύ στο σπίτι πήγαινε και τις δουλειές σου κοίτα.

Ζ490

... τον πόλεμο θα τον κοιτάξουν οι άντρες».

Ζ492

Σαν κυνηγημένη τρέχει η Ανδρομάχη στο αρχοντικό του Έκτορα, κι όλο πίσω της κοιτάζει, βουτηγμένη στα δάκρυα κι αχνοθωπεύοντας με τα θολά της μάτια τον αγαπημένο σύζυγο. Εκεί, στη γαλήνη του τρισέβαστου «μυχού» της ομηρικής οικίας, η υπάκουη Ανδρομάχη υφαίνει στον αργαλειό της και με την έγνοια του άνδρα της πλέκει τη γλυκιά επιστροφή του. Αμέριμνη κι ήρεμη πια, μακριά από τις ιαχές του πολέμου και τον ορυμαγδό των μαχών προστάζει τις δουλεύτρες της να ετοιμάσουν θερμό λουτρό για τον πρωτομαχητή της Τροίας. Οι φωνές όμως που ακούγονται από το κάστρο την αναστατώνουν. Από τον Μεγάλο Πύργο η Εκάβη θρηνεί και σκούζει. Το μήνυμα της καταστροφής φτάνει με απελπισία στα αυτιά της· τραντάζονται τα μέλη της, τα γόνατά της λύνονται· της έπεσε κάτω η σαΐτα του αργαλειού που ύφαινε.

Σαν μαινάδα ορμά στο κάστρο με καρδιά που πάλλεται από αγωνία, γεμάτη τρόμο για την τύχη του Έκτορα. Και κοιτώντας ολόγυρα με πόνο, λαχτάρα και ακατάσχετη διάθεση να τον ανακαλύψει, παρακαλεί ενδόμυχα να μην έχει πάθει κανένα κακό. Στα γεμάτα από πανικό μάτια της, το θέαμα έρχεται φρικτό. Το ακριβό της ταίρι έχει άκαρδα θανατωθεί από το κοντάρι του Αχιλλέα.

Από τον σπαραγμό του πόνου της διασκορπίζεται η κεφαλόδεση, το σύμβολο των ευτυχισμένων στιγμών κι ο πέπλος που της δόθηκε από την Αφροδίτη ως δώρο γάμου, όταν ο Έκτορας την πήρε ταίρι. Ίσως, γιατί η όμορφη Ανδρομάχη δεν τα χρειάζεται πια να τη στολίζουν.

Μόλις συνέρχεται, γόοι και κοπετοί το μοιρολόγι της, που σημαδεύει το τέλος της συζυγικής της ευτυχίας. Μέσα στην οδύνη της για τον χαμό του αγαπημένου σύνευνου, που ξεκινά τώρα για τα τρίσβαθα του Άδη, αναλογίζεται όχι τόσο τη δική της δυστυχία, όσο το δύσμοιρο παιδί τους, που ορφανεμένο αρχοντόπουλο, θα το διώχνουν πια όλοι, θα το χτυπούν και θα το βρίζουν. Τη συμφορά της όμως που θεριεύει, και γι’ αυτό οδύρεται περισσότερο, μεγαλώνει ο ευτελισμός του νεκρού Έκτορα, ο διασυρμός του μέχρι τα αργίτικα πλοία και το ξεγύμνωμά του.

Το όνομα της Ανδρομάχης αναφέρεται για τελευταία φορά στην Ιλιάδα με τον δεύτερο γοερό της θρήνο, τη ραψωδία Ω. Ιέρεια μεγάλης συμφοράς στέκεται επάνω στο κάστρο μαζί με την πονεμένη μάνα, την Εκάβη, ανάμεσα σε πλήθος Τρώων και Τρωαδιτισσών, και δέχεται την άμαξα με τον νεκρό πια Έκτορα. Όταν φτάνουν στο σπίτι, πρώτη κινάει το μοιρολόγι της η Ανδρομάχη, κρατώντας πάντα μέσα στα χέρια της το κεφάλι του αγαπημένου της:

«Άντρα μου, εχάθης πα στα νειάτα σου, κι εμένα αφήνεις χήρα
στο σπίτι μέσα, κι είναι ανήλικο, μικρό παιδάκι ο γιος μας».

Ω 725-726

Μετά την άλωση του Ιλίου, οι Αχαιοί σύρουν την Ανδρομάχη στα πλοία τους και την προσφέρουν «ως εξαίρετο γέρας» στον γιο του Αχιλλέα Νεοπτόλεμο, που την παίρνει στη Φθία.

Η τραγική Εκάβη

«Ευτεκνοτάτην πασών γυναικών, δυστυχεστάτην τε» παρουσιάζει ο Όμηρος την φρυγικής καταγωγής δεύτερη σύζυγο του Πρίαμου Εκάβη. Είναι από τις τραγικότερες μητέρες της ελληνικής παράδοσης. Η πρώτη της παρουσία είναι στην ραψωδία Ζ της Ιλιάδας, όταν ο οιωνοσκόπος Έλενος συμβουλεύει τον Έκτορα να ζητήσει «μητέρα ση και εμή» να προσευχηθεί μαζί με τις αρχόντισσες στον ναό της Αθηνάς στην κορυφή του κάστρου και να προσφέρει πεπλοφόρο ανάθημα στη γλαυκομάτα κόρη.

Έτσι, τις δύσκολες πολεμικές ώρες που το μάχιμο των ανδρών βρίσκεται στις επάλξεις υπερασπιζόμενο το κάστρο, η Εκάβη, δαμασμένη από την έγνοια και τον τρόμο της επικείμενης καταστροφής και σφαγής, τρέχει βιαστικά, στην κεφαλή της πολυάριθμης πομπής από πεπλοφόρες «γεραρές», αρχόντισσες, που διόλου δεν μένουν άπρακτες κι αμέτοχες, προς τον ναό της Αθηνάς για το δώρημα και την παράκληση της σωτηρίας της πατρίδας.

Από τις πιο μεγαλειώδεις εικόνες στη ραψωδία Χ η τραγική μορφή της Εκάβης, που στέκεται δίπλα στον γερο Πρίαμο επάνω στο κάστρο με προτεταμένα τα χέρια προς τον κάμπο των μαχών και παρακαλεί τον Έκτορα, δείχνοντάς του τα γυμνά μητρικά της στήθη, που τον θήλασαν και του χάρισαν τη ζωή, να μπει μέσα από τις Πύλες, για να κρυφτεί από τον επιθετικό Αχιλλέα.

Τον αβάστακτο πόνο της απελπισμένης μάνας όμως ο Έκτορας δεν ακούει. Και ο Αχιλλέας, μπροστά στα μάτια των γονιών του, κάτω από τα τείχη της Τροίας σκοτώνει ανίερα τον γενναίο Έκτορα. Η τραγική μάνα θωρεί από μακριά τον νεκρό γιο της, που σέρνεται πίσω από το άρμα του νικητή. Σπαρακτικές οι κραυγές, σκίζουν τα στήθη της. Ο θρήνος, απλός και λιγόλογος, χωρίς παροξυσμούς και υστερικές εκφράσεις, μακριά από στηθοκοπήματα και ολολυγές, κρύβει όλο τον σπαραγμό της:

«Παιδί μου τι να ζω η τρίσμοιρη, τέτοιο κακό που με’ βρε.
με το χαμό σου τώρα. Κι ήσουνα για μένα το καμάρι
μέρα και νύχτα μες στο κάστρο μας, και σ’ όλους μας η σκέπη»

Χ 431-433

Αντίθετη στον στοχασμό του Πριάμου να επισκεφθεί τα αργίτικα καράβια, για να ζητήσει από τον Αχιλλέα τον νεκρό Έκτορα, και ταυτόχρονα απειθάρχητη στην εντολή του Δία ορθώνεται η Εκάβη, φοβούμενη το χειρότερο.

Η σεπτή μορφή της συζύγου, της μάνας, της γυναίκας Εκάβης αντιπαρατάσσεται στην αντρίκεια και πατρική απόφαση. Ο άνδρας, ο πατέρας Πρίαμος, έχει την πρωτοβουλία να δράσει και να αποφασίσει. Και ήδη έχει αποφασίσει. Γιατί πήρε εντολή με τη θεά Ίριδα από τον Δία. Απευθύνεται όμως στη σύνευνη και μάνα, που συναντά στο κατώγι και, για να της αποδώσει τον οφειλόμενο σεβασμό των ομηρικών χρόνων, ζητά τη γνώμη της.

«Αλλά έλα τώρα, πες μου, τι νομίζεις μέσα στο λογισμό σου να είναι;»

Ω 197

Ο θρήνος της Εκάβης για τον νεκρό Έκτορα, που έφερε πίσω ο Πρίαμος από τα αργίτικα καράβια, είναι η τελευταία της παρουσία στα ομηρικά έπη.

Η τραγική μάνα στέκεται σιμά στην Ανδρομάχη κι αφήνει ξέφρενο το ξέσπασμα του πόνου της με το σπαρακτικό της μοιρολόγι:

«Έκτορα, εσύ που απ’ όλους πιότερο τους γιους μου σε αγαπούσα
όσο μου ζούσες, πριν οι αθάνατοι σου ’χαν
περίσσεια αγάπη».

Ω 748-749

Η Εκάβη στην Ιλιάδα μορφοποιεί τη γυναίκα που γερνάει και, καθώς η τύχη αναποδυγυρίζει τα συμβάντα της ζωής και τα φορτώνει στους δύσμοιρους θνητούς, φτάνει στα πιο δυσβάστακτα βάσανα. Είδε τη χώρα της να εκπορθείται και να καταστρέφεται, τον γερο Πρίαμο να σφάζεται, καθώς επίσης τα παιδιά της, και ο αρχοντογεννημένος Αστυάνακτας. Το τέλος της δίνεται από την ομώνυμη τραγωδία του Ευρυπίδη. Έπεσε με κλήρο κατά τη μοιρασιά στον Οδυσσέα.

Η πιστή Πηνελόπη

Ξεχωριστή γυναικεία μορφή που κυριαρχεί στα δρώμενα της Οδύσσειας είναι η κόρη του Ικάριου και σύζυγος του Οδυσσέα, η Πηνελόπη. Προβάλλεται από τον Όμηρο ως πρότυπο συζυγικής πίστης, μητρικής στοργής, γυναικείας σωφροσύνης, καρτερίας, αξιοπρέπειας, και ευψυχίας. Χαρακτηρίζεται ωραία σαν την Άρτεμη ή την Αφροδίτη, με «αγαθάς φρένας», άμεμπτη και συνετή. Ανυπάκουη όμως στην προσταγή του Οδυσσέα να προχωρήσει σε δεύτερο γάμο, αν εκείνος τυχόν σκοτωθεί στην εκστρατεία κατά του Ιλίου, ζει πάντα με το όραμα του πανούργου πολεμιστή και σοφίζεται τεχνάσματα με τον αργαλειό της, για να εξαπατά τους μνηστήρες. Την πρωτοσυναντούμε μεγαλοπρεπή σε γιορταστική συγκέντρωση στη ραψωδία α, μετά από ευωχία φαγητού και οίνου των μνηστήρων, όταν ο ξακουστός Φήμιος κρούει την κιθάρα του, τραγουδώντας τον πικρό γυρισμό των Αχαιών από την Τροία και τον παρακαλεί να σταματήσει το τραγούδι του, γιατί πληγώνεται η καρδιά της ενώ αλησμόνητος ο πόνος της θερίζει τα σπλάχνα.

Απέναντι στις αδηφάγες επιδιώξεις των πολυάριθμων και συνωμοτούντων μνηστήρων, που σφετερίζονται μαζί με τη βασιλεία και τη ζωή του Τηλέμαχου, ακλόνητη κι αταλάντευτη υψώνεται η ισχυρή φυσιογνωμία της Πηνελόπης. Με αγωνία περιμένει την επιστροφή του Τηλέμαχου από το ταξίδι του στη Σπάρτη, όπου πήγε για να πάρει πληροφορίες για τον πατέρα του. Και εκφράζει τη μητρική της τρυφερότητα, όταν το αγαπημένο της παιδί επιστρέφει· με κλάματα τον αγκαλιάζει και τον φιλά στα γλυκά του μάτια. «Γλυκερόν φάος», του λέει, «Γλυκό μου φως».

Η φήμη της Πηνελόπης για καρτερία, συζυγική πίστη κι αγνότητα περνά από τα όρια του Πάνω Κόσμου και φθάνει μέχρι κάτω στον Άδη. Έτσι, όταν ο Οδυσσέας κατεβαίνει στον Άδη για χρησμό από την ψυχή του Τειρεσία, η σεβαστή του μητέρα, η Αντίκλεια, τον διαβεβαιώνει:

«Ναι, εκείνη με πιστή καρδιά στ’ αρχοντικό σου μένει κι οι νύχτες της περνούν πικρές κι οι μέρες της θλιμμένες»

λ 184-185

Για την έντιμη δόξα της Πηνελόπης μιλάει ακόμη και ο αδικοσκοτωμένος Αγαμέμνονας από τον Κάτω Κόσμο.

«Μα, εσύ Οδυσσέα, από σφαγή γυναίκας δεν φοβάσαι
γιατί είναι φρόνιμη πολύ κι έχει καλή τη γνώμη».

λ 449-450

Και μόνο η Αθηνά διατυπώνει κάποια αμφισβήτηση στη ραψωδία π, όταν προτρέπει τον Τηλέμαχο να επισπεύσει την επιστροφή του, γιατί κινδυνεύουν και το σπίτι και το βιος του, αφού όλοι πιέζουν την Πηνελόπη να παντρευτεί τον Ευρύμαχο, που πολλά «εξώφελλεν έεδνα», της πρόσφερε πολλά δώρα, «γιατί την ξέρεις την καρδιά πως είναι της γυναίκας» (ο 20).

Η εικόνα της Πηνελόπης εμφανίζεται περίλαμπρη και ολοκληρωμένη, με συνέπεια στον λόγο, στην πλούσια και γιορταστική περιποίηση του ξένου, που φτάνει μαζί σχεδόν με τον Τηλέμαχο στο νησί τους. Η «πολυσέβαστη γυναίκα», όπως την αποκαλεί ο ξένος, ακούει πανευτυχής την είδηση ότι ο αδάμαστος πολεμιστής ήταν πατρικός του φίλος κι ότι πολύ γρήγορα θα γυρίσει ή ίσως να γύρισε κιόλας με πολλούς θησαυρούς στη χώρα του.

«Άμποτε, ξένε, ο λόγος σου αυτός και να αληθέψει. Τότε θα δεις τη γνώμη μου και πόσα θα σου δώσω», του λέγει

τ 310-311

Η ειρωνεία όμως της μη αναγνώρισης του Οδυσσέα από την Πηνελόπη συνεχίζεται και στην τρυφερή σκηνή της συνάντησης και συνομιλίας των δύο μόνο συζύγων, γιατί η Παλλάδα με πολλή σοφία έχει φροντίσει να μεταμορφώσει τον Οδυσσέα σε γερο-επαίτη και τη σεβαστή «άλοχο» σε πανέμορφη επιθυμητή γυναίκα.

«Κανείς κυρά, σ’ όλη τη γη δε θα σου βρει ψεγάδι.

Αλήθεια, φτάνει η δόξα σου ως τα πλατιά τα ουράνια».

τ 106

βροντολαλεί ο Οδυσσέας...

Η δόξα της, που φτάνει μέχρι τα πλατιά ουράνια, την ξεχωρίζει για τη δικαιοσύνη και την κρίση της, για την ορθή διοίκηση, την αύξηση του πλούτου και την ευδαιμονία του λαού. Γι’ αυτό ο άνδρας της της απονέμει τιμητικούς επαίνους, του πιο άψογου βασιλιά που’ χει «αντριωμένους να κυβερνά». Κι επίσημα ομολογεί την καταξίωσή της πρωταρχόντισσας της πόλης πριν ακόμη από την αναγνώρισή του και πριν από την τιμωρία των μνηστήρων. Σε αντίθεση με τον ξένο, που στις ερωτήσεις της απαντά με μακριές ψεύτικες διηγήσεις, η Πηνελόπη, με συναισθηματική εμπιστοσύνη κι έντονη εξομολογητική διάθεση, ακουμπά τα πιο κρύφια της ψυχής της μελήματα και τους καημούς της μετά τα πειστήρια που της φανερώνει ο ίδιος για τη γνωριμία του με τον Οδυσσέα. Έτσι, του αποκαλύπτει και το τελευταίο της μυστικό για το «αγώνισμα του τόξου» μεταξύ των μνηστήρων.

Στη σκηνή της «μνηστηροκτονίας» η Πηνελόπη είναι απούσα. Η Παλλάδα φροντίζει να την κρατά μακριά· την αποσύρει με τέχνη από τα δώματά της, για να μην λερωθεί το βλέμμα της από τους σκοτωμούς και, για να μην ακούσει τις φωνές των μνηστήρων, την αποκοιμίζει με ύπνο γλυκό.

Αλλά πώς τελικά η ταλαίπωρη Πηνελόπη να πιστέψει την επιστροφή του αγαπημένου συζύγου που της αποκαλύπτει η καλή της βάγια Ευρύκλεια;

«Καλή μου βάγια, αχ, οι θεοί σου σάλεψαν τα φρένα

που και τον πιο γερό στο νου μπορούν να τον τρελάνουν».

ψ 111-112

Συγκρατημένη και με κάθε σκεπτικισμό η συνάντηση των δύο αγαπημένων προσώπων. Μπροστά στο μεγαλείο της πιστής κι αφοσιωμένης συντρόφου της ζωής και των στοχασμών του, ο ακαταπόνητος ταξιδευτής, ο γενναίος Οδυσσέας, ο πανούργος κι ατρόμητος μένει δέσμιος και υπόχρεος της απόφασης της πιστής του γυναίκας. Ό,τι πάσχισε για την αγάπη της ό,τι υπέφερε για την επιστροφή του, ό,τι πέτυχε με πονηριά, αντοχή, τόλμη και λαχτάρα, τώρα χαμηλοθωρώντας με δειλία και συστολή αφήνεται στην κρίση της λατρευτής του βασίλισσας. Και περιμένει σιωπηλά με λαχτάρα και ανυπομονησία, πότε θα του απευθύνει τον λόγο. Αλλά η Πηνελόπη μένει άλαλη, χωρίς να χάσει την αυτοκυριαρχία της, τον κοιτάζει περίεργα και εξεταστικά.

Υψηλής σύλληψης η σκηνή της αναγνώρισης του Οδυσσέα από την Πηνελόπη με το τέχνασμα της κλίνης που είναι κατά το ομηρικό κείμενο οι «πύστεις», οι αποδείξεις τις οποίες η «περίφρων» Πηνελόπη ζητά. Αλλά ο πανούργος Οδυσσέας, που μέχρι τώρα στέκεται ήρεμα κι υπομονετικά μπροστά της, μόλις ακούσει την προσταγή της βασίλισσάς του να στρωθεί το κρεβάτι του έξω από τα δώματά της, μεταμορφώνεται σε θηρίο. Ευθύς αντιλαμβάνεται τη μικρή κατεργαριά της γυναίκας του, αυτός, που κανένας μέχρι τώρα δεν τον ξεπέρασε στην πονηριά, και εξαγριώνεται. Με τα αλάθευτα όμως σημάδια της νυφικής παστάδας, που ο ίδιος ο Οδυσσέας έφτιαξε, η Πηνελόπη πείθεται και βουτηγμένη στα δάκρυα μέσα σε ένα παραλήρημα χαράς τρέχει τον αγκαλιάζει και τον φιλά, απολογούμενη:

«Μη μου θυμώνεις, άντρα μου, που σ’ όλα στοχασμένος

κι από όλους είσαι πιο πολύ. Αχ, οι θεοί τις πίκρες μας έστειλαν, που ζήλεψαν πάντα μαζί να ζούμε.

ψ 215-217

...Μη μου κακιώσεις τώρα

που δε σε χάρηκα απ’ αρχής την ώρα καθώς σ’ είδα.

Γιατί έτρεμε η καρδούλα μου στα τρυφερά μου στήθια

μην έρθει έστω με ψέματα κανείς και με γελάσει»

ψ 219-222

Σαν κόσμημα λάμπει το αντάμωμα των δύο πολυποθημένων συζύγων. Και η Παλλάδα σοφίζεται μακρόσυρτη τη νύκτα, που την κράτησε στα πέρατα του κόσμου, ώσπου νάρθει από την άκρη του ουρανού η ροδοδάκτυλη αυγή.

Για το τέλος της Πηνελόπης υπάρχουν πολλές παραδόσεις που μόνο σύγχυση προδίδουν. Η ομηρική Πηνελόπη παρέμεινε αγνή και «περίφρων» κοντά στον Οδυσσέα της.

Πως δένεις την Μεσόγειο... με σχοινιά;


πηγή

Παρασκευή 25 Φεβρουαρίου 2011

Η θεραπευτική δύναμη του Ομήρου


Ο μάγος ποιητής!
Επιστήμονες υποστηρίζουν
ότι η απαγγελία της Οδύσσειας και της Ιλιάδας συγχρονίζει αναπνοή και παλμούς.
«Ο Όμηρος κάνει καλό στην καρδιά», ισχυρίζονται Ευρωπαίοι επιστήμονες, παραπέμποντας στην αφηγηματική τεχνική του μεγάλου Αρχαίου Επικού και στις επιδράσεις που μπορεί να έχουν τα έργα του όχι μόνο στην νόηση αλλά και στην ομαλή λειτουργία του ανθρώπινου σώματος. Σε έρευνα που δημοσιεύει το «American Journal of Physiology» υποστηρίζεται ότι ο ξεχωριστός ρυθμός, ο λεγόμενος δακτυλικός εξάμετρος, το αρχαιότερο μέτρο ποίησης με το οποίο ο Όμηρος επέλεξε να γράψει τα έπη της «Οδύσσειας» και της «Ιλιάδας», επιδρά θετικά στον συγχρονισμό της αναπνοής και των παλμών της καρδιάς όταν κάποιος τα απαγγέλλει.
Αργές ανάσες. Όπως υποστηρίζουν οι επιστήμονες, με την απαγγελία στίχων υπό αυτήν την μορφή μπορούν να επιτευχθούν αργές ανάσες που βοηθούν τόσο στην καρδιακή λειτουργία όσο και στην σωστή αναπνοή. Παρακολουθώντας συστηματικά τις αντιδράσεις του οργανισμού 20 ατόμων κατά την διάρκεια απαγγελίας στίχων από την Ομηρική «Οδύσσεια», ανακάλυψαν μια εκπληκτική επίδραση στον συγχρονισμό των αναπνοών και των καρδιακών παλμών. «Είναι προφανές ότι το εξάμετρο βοηθά τον ανθρώπινο οργανισμό να βρεί τον δικό του σωστό ρυθμό», υποστηρίζουν οι ερευνητές. Θεωρείται μια ανακάλυψη ιδιαίτερα σημαντική, τόσο για την κατανόηση των μηχανισμών που βοηθούν στην λειτουργία της καρδιάς και της αναπνοής όσο και για την θεραπεία καρδιακών παθήσεων.
Σωστός τονισμός. Όπως έχει αποδειχθεί, επιδρούν θετικά κυρίως στο κυκλοφορικό σύστημα του ανθρώπινου οργανισμού, καθώς όταν κάποιος τα απαγγέλλει με τον σωστό τρόπο η αναπνοή του περιορίζεται σε έξι εισπνοές το λεπτό, κάτι που βοηθά την καρδιά να λειτουργεί αποτελεσματικά. Άλλες έρευνες έχουν αποδείξει ότι η απαγγελία τους μειώνει την πίεση και ευνοεί την αποτελεσματική λειτουργία των πνευμόνων. Όσο για τα Ομηρικά έπη, οι επιστήμονες υποστηρίζουν ότι δεν είναι ανάγκη να διαβάσει κανείς και τους 12.000 στίχους της «Οδύσσειας», αρκεί να απαγγείλει λίγες στροφές περπατώντας και ακολουθώντας τον τονισμό των συλλαβών.
Στα ίχνη του μεγάλου δημιουργού!
πηγή

Ποιος έκλεψε τον Όμηρο;



Κλέφτες και ...αμαρτωλοί!

Η συγκλονιστική άποψη του Μακ Ντόναλντ είναι ότι το Ευαγγέλιο του Μάρκου αποτελεί μια προσεκτικά μελετημένη και συνειδητή κατασκευή ενός αντι-έπους, βασισμένου σχεδόν αποκλειστικά στα έπη του Ομήρου. Ο λογοκλόπος Μάρκος απλά εκσυγχρονίζει και εξιουδαΐζει τον Οδυσσέα, παρουσιάζοντας έναν νέο ήρωα, τον Ιησού. Η άλλη παράμετρος για την συγγραφή του Ευαγγελίου, όπως είναι φυσικό, είναι η Παλαιά Διαθήκη, από την οποία όμως ο Μάρκος αντλεί συντριπτικά λιγότερα στοιχεία.
Στοιχεία από το συγκλονιστικό βιβλίο του Μακ Ντόναλν:
Οι μαθητές του Ιησού είναι ψαράδες -σε μια κατάξερη Παλαιστίνη- επειδή και ο Οδυσσέας με τους συντρόφους του είναι ναυτικοί. Ο Ιησούς είναι ξυλουργός επειδή και ο Οδυσσέας, όπως αναφέρει ο Όμηρος, είναι και ξυλουργός. Οι ομοιότητες είναι ατέλειωτες. Ο Πέτρος μοιάζει στον Ευρύλοχο όχι μόνον επειδή και οι δύο ομιλούν εξ ονόματος όλων των υπόλοιπων μαθητών-συντρόφων, αλλά επειδή και οι δύο κατηγορήθηκαν από τους ηγέτες τους ότι είχαν καταληφθεί από κακούς δαίμονες, αλλά και διότι και οι δύο προτίμησαν, αντί να υποφέρουν, να σπάσουν τους όρκους τους προς τον ήρωά τους.
Γιατί οι αρχιερείς χρειάζονταν τον Ιούδα για να αναγνωρίσει και να τους υποδείξει τον Ιησού, ώστε να τον συλλάβουν; Τον γνώριζαν ήδη. Ο Ιησούς δίδασκε δημόσια στην Παλαιστίνη επί τρία χρόνια και, σε μια τουλάχιστον περίπτωση, μιλώντας στο ναό συνδιαλέγεται με τους αρχιερείς κατηγορώντας τους ότι κατέστησαν «τον οίκο» του «σπήλαιο ληστών». Η απάντηση είναι απλή. Ο προδότης Ιούδας «παίζει το ρόλο» του Μελάνθιου, γιου του Δολίου, στην Οδύσσεια. Μετά την επιστροφή του στην Ιθάκη, ελάχιστοι ήταν εκείνοι που αναγνώρισαν τον Οδυσσέα, που εμφανίζεται σαν ζητιάνος. Ο Μελάνθιος είναι εκείνος που προδίδει τον Οδυσσέα και επιχειρεί να εφοδιάσει με όπλα τους μνηστήρες.
Η Ευρύκλεια, η τροφός του Τηλέμαχου, είναι από τους λίγους ανθρώπους που αναγνωρίζει τον Οδυσσέα. Η Ευρυνόμη, υπηρέτρια στο παλάτι, λούζει τον Οδυσσέα, τον μυρώνει και του φορά καθαρά ρούχα. Ο Μάρκος παίζει με τα ονόματα των δύο γυναικών, όταν αναφέρει το περιστατικό όπου μια, μη επονομαζόμενη, γυναίκα σπάει ένα ένα πανάκριβο δοχείο με μύρο και χρίει τον Ιησού. Και ενώ οι μαθητές του αγανακτούν, ο Ιησούς λέει να την αφήσουν ήσυχη διότι «όπου και αν κηρυχθεί αυτό το ευαγγέλιο σε όλο τον κόσμο» [να κηρυχθεί, δηλαδή, ο νόμος -ευρύτατα- σε όλο τον κόσμο (Ευρυνόμη)], «εκείνο που αυτή έκανε, θα αναφερθεί σε ανάμνησή της», θα δοξαστεί δηλαδή παντού (Ευρύκλεια).
Ο Μακ Ντόναλντ βρίσκει έντεκα ομοιότητες ανάμεσα στην σταύρωση του Ιησού και στον θάνατο του Έκτωρα, όλες με την ίδια σειρά, και έντεκα ακόμα ομοιότητες ανάμεσα στην διήγηση του Μάρκου για την ταφή του Ιησού και στην διήγηση του Ομήρου για την ταφή του Έκτωρα, όλες με την ίδια σειρά. Όσο για την ανάσταση, τίποτα το εξαιρετικό. Οι ήρωες του Ομήρου πηγαινοέρχονται διαρκώς στον Άδη. Το μόνο που προσθέτει ο Μάρκος είναι η εκ νεκρών ανάσταση ...;

Στην Οδύσσεια ένας σύντροφος του Οδυσσέα αποκοιμιέται και πέφτοντας από την σκεπή σκοτώνεται. Το φάντασμά του μάς λέει πόσο «κακότυχος» ήταν. Στις Πράξεις των Αποστόλων, ένας νεαρός πέφτει επίσης από ένα παράθυρο, καθώς αποκοιμήθηκε, και σκοτώνεται. Αυτός ο νέος είναι περισσότερο τυχερός. Τυχαίνει να περάσει ο Παύλος από εκεί και τον ανασταίνει. Το όνομά του; Εύτυχος!

Όλοι οι σχολιαστές του Μακ Ντόναλντ συμφωνούν σε ένα σημείο: το έργο του κλείνει μια για πάντα το ζήτημα του χριστολογικού. Μερικά παραδείγματα, όσον αφορά τα δάνεια του ευαγγελιστή Μάρκου από τον Όμηρο, θα ήταν ενδιαφέροντα. Πρόκειται όμως για αμέτρητες περιπτώσεις.
Διαπιστώνουμε, λοιπόν, ότι ο Μάρκος δεν είναι απλώς κάποιος εγγράμματος φίλος, σύντροφος, μαθητής κάποιων αγράμματων ψαράδων από την Ιουδαία. Γνωρίζει άριστα τα έπη του Ομήρου. Η κοινή ελληνική, που ήταν η διεθνής γλώσσα της εποχής του, είχε τεράστιες διαφορές από την γλώσσα του Ομήρου (μια απλή ματιά στα Ευαγγέλια και στον Όμηρο αρκεί). Η μελέτη του Ομήρου την εποχή εκείνη προϋπόθετε την παράλληλη μελέτη λεξικών αλλά και σχολιογραφικών έργων πάνω στην Ιλιάδα και την Οδύσσεια. Ποιοι είχαν τη δυνατότητα να το κάνουν αυτό; Μα, φυσικά, οι Ρωμαίοι.
Ο Τηλέμαχος και η Αθηνά έφτασαν με πλοίο και αποβιβάστηκαν.
Ο Ιησούς και οι μαθητές του έφτασαν με πλοίο και αποβιβάστηκαν
Βρήκαν ένα μεγάλο πλήθος στην ακτή, 4500 άντρες. Όλοι κάθονταν σε παρέες, εννέα ομάδες από 500.
Βρήκαν ένα μεγάλο πλήθος στην ακτή, 5000 άντρες. Κάθισαν όλοι σε συμπόσια και πρασιές ανά 100 ή 50.
Ο Πεισίστρατος στους φιλοξενούμενους του είπε να καθίσουν.
Ο Ιησούς είπε στον κόσμο να καθίσουν.
.......
Όλοι έφαγαν και χόρτασαν.
Όλοι έφαγαν και χόρτασαν.


Οδύσσεια κ 1/69
Κατά Μάρκο Ευαγγέλιο 4, 35/41
Το πλήρωμα του Οδυσσέα ανέβηκε στο νησί και κάθισε.
Ο Ιησούς ανέβηκε στο πλοίο και κάθισε για να διδάξει.
Πάνω σε ένα πλωτό νησί ο Οδυσσέας έλεγε ιστορίες στον Αίολο.
Πάνω σε ένα πλοίο που έπλεε ο Ιησούς έλεγε τις ιστορίες του στο πλήθος.
Μετά από ένα μήνα αποσύρθηκε και απέπλευσε.
Όταν ήταν αργά, αποσύρθηκε και απέπλευσε.
Ο Οδυσσέας κοιμόταν.
Ο Ιησούς κοιμήθηκε.

Οδύσσεια κ 476/560
Μάρκος 14, 17/52
Ο Οδυσσέας έμαθε ότι πρέπει να πάει στον Άδη. Έκλαψε χάνοντας την ελπίδα για ζωή. Ακόμη και έτσι αφέθηκε στην μοίρα του.
Ο Ιησούς γνώριζε ότι πρέπει να πεθάνει και ήταν περίλυπος έως θανάτου.
Ακόμη και έτσι αφέθηκε στη μοίρα του.
Ο Οδυσσέας πήγε στο πλήρωμα που κοιμόταν και τους ξύπνησε. «Μην κοιμάστε τώρα πια πλαγιάζοντας με γλυκό ύπνο αλλά ας πάμε».
Ο Ιησούς πήγε στους μαθητές του που κοιμούνταν και τους ξύπνησε «Κοιμάστε ακόμα και ξεκουράζεστε; Φτάνει. Ήρθε η ώρα».
.....
Ο Οδυσσέας πήγε στον Άδη και επέστρεψε
Ο Ιησούς πέθανε και επέστρεψε από τους νεκρούς.

Οδύσσεια ζ, η
Μάρκος 11, 1/14
Ο Οδυσσέας, μολονότι βασιλιάς, μπήκε στην πόλη φορώντας ξένα ρούχα πίσω από μια άμαξα που την έσερναν μουλάρια και μετέφερνε πλυμένα ρούχα.
Ο Ιησούς, μολονότι γιος θεού, μπήκε στην πόλη ταπεινά, πάνω σε ένα δανεικό μουλάρι που για σέλα είχε τα ρούχα των μαθητών.
.............
Ο Οδυσσέας στάθηκε και παρατήρησε τα ωραία κτίρια και τα δέντρα, ανάμεσα στα οποία ήταν και μια συκιά που καρποφορούσε όλο τον χρόνο.
Ο Ιησούς μπήκε στον ναό και κοίταζε το καθετί ολόγυρα. Την επομένη, καταράστηκε την συκιά που δεν είχε καρπούς, παρ ότι δεν ήταν εποχή για σύκα

Οδύσσεια 100/116
Μάρκος 14, 13/16
Ο Οδυσσέας έστειλε δυο συντρόφους να αναζητήσουν φιλοξενία.
Ο Ιησούς έστειλε δυο μαθητές να αναζητήσουν κατάλυμα.
Πήγαν και συνάντησαν μια γυναίκα που έπαιρνε νερό για να το πάει στην πόλη.
Πήγα και συνάντησαν έναν άντρα που μετέφερε νερό στην πόλη.
Έκαναν ερωτήσεις και τους έδειξαν ένα "ψηλό παλάτι"
Έκαναν ερωτήσεις και τους έδειξαν ένα "μεγάλο ανώγι".
Ένας ετοίμασε το γεύμα του.
Οι μαθητές ετοίμασαν το δείπνο.
Βαρεθήκατε, να το συνεχίσουμε ή να "ρίξουμε καμιά πενιά" από τις "αρπαχτές" που κάνει ο Μάρκος και στην Ιλιάδα;
Άντε, λοιπόν και σε άλλο ρυθμό. Ιλιάδα:
Ιλιάς
Μάρκος
Ο Έκτωρ κατάλαβε τότε ότι θα τον σκότωναν, διότι οι θεοί του τον είχαν εγκαταλείψει.
Ο Ιησούς ήξερε ότι θα πέθαινε και παραπονέθηκε ότι ο Θεός τον εγκατέλειψε.
Η ψυχή του Εκτωρα πήγε με λυγμό στον Άδη.
Ο Ιησούς έβγαλε κραυγή και εξέπνευσε.
Οι Τρώες θρήνησαν σαν να είχε καταστραφεί η πόλη τους "από πάνω ως κάτω".
Ο θάνατος του Ιησού προανάγγειλε την πτώση της Ιερουσαλήμ και του ναού, το καταπέτασμα του οποίου σχίστηκε "από πάνω ως κάτω".
Ιιάς Ω
Μάρκος 6, 45/52
Ο Δίας, πάνω στον Όλυμπο, είδε τον Πρίαμο να ταξιδεύει προς τον Αχιλλέα.
Ο Ιησούς είδε από το βουνό τους μαθητές του να κωπηλατούν.
Ο Ερμής περπάτησε πάνω στο νερό μέχρι τον Πρίαμο.
Ο Ιησούς περπάτησε πάνω στο νερό μέχρι τους μαθητές του.
Ο Πρίαμος τρομοκρατήθηκε περιμένοντας το χειρότερο.
Οι μαθητές τρομοκρατήθηκαν περιμένοντας το χειρότερο.
Πάμε τώρα αλλιώς...
Ο Οδυσσέας, μολονότι βασιλιάς, μπήκε στην πόλη φορώντας ξένα ρούχα πίσω από μια άμαξα που την έσερναν μουλάρια και μετέφερνε πλυμένα ρούχα.
Ο Ιησούς, μολονότι γιος θεού, μπήκε στην πόλη ταπεινά, πάνω σε ένα δανεικό μουλάρι που για σέλα είχε τα ρούχα των μαθητών.
Η Ναυσικά θεώρησε τον ερχομό του Οδυσσέα θέλημα των θεών, και οι Φαίακες θεωρούσαν πως είναι θεϊκός.
Τα πλήθη φώναζαν : Ευλογημένος ο ερχομός εν ονόματι Κυρίου.
Μπήκε (ο Οδυσσέας) στην πόλη σε προχωρημένη ώρα.
Ο Ιησούς μπήκε στον ναό σε προχωρημένη ώρα.

Μετά από αυτές τις προφητείες, ο Οδυσσέας, μεταμφιεσμένος σε ζητιάνο. Έκατσε μόνος του.
Μετά από αυτές τις προφητείες, ο Ιησούς κάθισε στο τραπέζι του σπιτιού του ταπεινού λεπρού.
Μπήκε η Ευρύκλεια με μια λεκάνη νερό και του έπλυνε τα πόδια. Αργότερα τον άλειψε με λάδι.
Μπήκε μια γυναίκα με ένα ακριβό βάζο από αλάβαστρο γεμάτο μύρο και το έχυσε στο κεφάλι του Ιησού.
Έριξε κάτω το μπρούτζινο σκεύος, χύνοντας όλο το νερό.
Έσπασε το δοχείο για να χύσει το μύρο.
Μόνο εκείνη αναγνώρισε τον βασιλιά της.
Μόνο εκείνη αναγνώρισε ότι ο Ιησούς θα πέθαινε.


Οδύσσεια
Μάρκος 6 17/29
Ο Αγαμέμνων σφαγιάστηκε ανάμεσα σε πιατέλες και πιάτα.
Ο Ιωάννης αποκεφαλίστηκε, και το κεφάλι του παρουσιάσθηκε επί πινάκι.
Η γιορτή σπιλώθηκε από ένα φόνο.
Η γιορτή σπιλώθηκε από ένα φόνο.
Ο φόνος του Αγαμέμνωνα προαναγγέλλει τους κινδύνους που θα αντιμετωπίσει ο Οδυσσέας.
Ο φόνος του Ιωάννη του Βαπτιστή προαναγγέλλει τους κινδύνους που θα αντιμετωπίσει ο Ιησούς.

Ο Τηλέμαχος και ο Πεισίστρατος πήγαν στην Σπάρτη από ξηράς.
Ο Ιησούς και οι μαθητές του πήγαν στην Γαλιλαία από ξηράς.
Ο Μενέλαος αρνήθηκε να τους διώξει νηστικούς.
Ο Ιησούς αρνήθηκε να τους διώξει νηστικούς (τους φιλοξενούμενους).
Κάθισαν όλοι, άντρες και γυναίκες.
Κάθισαν όλοι, (προφανώς άντρες και γυναίκες).
Πήραν ψωμί, κρασί και κρέας και τα μοίρασαν.
Ο Ιησούς πήρε ψωμί και ψάρια και τα μοίρασε.
Όλοι έφαγαν και χόρτασαν.
Όλοι έφαγαν και χόρτασαν.
Ο Δίας αποφάσισε: ο Έκτωρ πρέπει να πεθάνει.
Ο Πιλάτος αποφάσισε: ο Ιησούς πρέπει να πεθάνει.
Ο Έκτωρ ζήτησε βοήθεια από τον Δηίφοβο, αλλά εκείνος είχε εξαφανιστεί.
Ο Ιησούς παραπονέθηκε ότι ο Θεός τον εγκατέλειψε.
(είχε εξαφανιστεί και ο Θεός του
Οδύσσεια ι 101/565
Κατά Μάρκο Ευαγγέλιο 5, 1/20
Σχέσεις καλής γειτονίας
Βοσκός φώναξε τους γείτονες του.
Οι χοιροβοσκοί φώναξαν τους γείτονες τους.
Οι Κύκλωπες έφτασαν ρωτώντας για αγριοκάτσικα του Πολύφημου.
Οι Γεργεσηνοί πήγαν να δουν τα γουρούνια.
...;και συστάσεις.
Ο Οδυσσέας και το πλήρωμα του επιβιβάστηκαν πάλι στα πλοία.
Ο Ιησούς και οι μαθητές του επιβιβάστηκαν πάλι στα πλοία.
Ο Οδυσσέας είπε στον Κύκλωπα να διακηρύξει ότι αυτός ήταν που τον είχε τυφλώσει:
" ...;να πεις ότι σε τύφλωσε ο Οδυσσέας, ο γιος του Λαέρτη, που έχει το σπίτι του στην Ιθάκη".
Ο Ιησούς είπε στον δαιμονιζόμενο να διακηρύξει ότι ο Κύριος (άρα ο Ιησούς)τον θεράπευσε.
Ο Οδυσσέας και το πλήρωμα του απέπλευσαν.
Ο Ιησούς και οι μαθητές του απέπλευσαν.
Οδύσσεια ι 101/565
Κατά Μάρκο Ευαγγέλιο 5, 1/20
Σχέσεις καλής γειτονίας
Βοσκός φώναξε τους γείτονες του.
Οι χοιροβοσκοί φώναξαν τους γείτονες τους.
Οι Κύκλωπες έφτασαν ρωτώντας για αγριοκάτσικα του Πολύφημου.
Οι Γεργεσηνοί πήγαν να δουν τα γουρούνια.
...;και συστάσεις.
Ο Οδυσσέας και το πλήρωμα του επιβιβάστηκαν πάλι στα πλοία.
Ο Ιησούς και οι μαθητές του επιβιβάστηκαν πάλι στα πλοία.
Ο Οδυσσέας είπε στον Κύκλωπα να διακηρύξει ότι αυτός ήταν που τον είχε τυφλώσει:
" ...;να πεις ότι σε τύφλωσε ο Οδυσσέας, ο γιος του Λαέρτη, που έχει το σπίτι του στην Ιθάκη".
Ο Ιησούς είπε στον δαιμονιζόμενο να διακηρύξει ότι ο Κύριος (άρα ο Ιησούς)τον θεράπευσε.
Ο Οδυσσέας και το πλήρωμα του απέπλευσαν.
Ο Ιησούς και οι μαθητές του απέπλευσαν.

Κυλιόμενοι Λίθοι
Οδύσσεια ι 240/243
Κατά Μάρκο Ευαγγέλιο 15/46
Αμέσως έπειτα τοποθέτησε "θυρεόν μέγαν λίθο", αφού τον σήκωσε ψηλά, τεράστιο.
Κύλησε μια πέτρα λίθον και έκλεισε την είσοδο του μνήματος. Η πέτρα ήταν πάρα πολύ μεγάλη.

Οδύσσεια ι 304/305
Διότι δεν θα μπορούσαμε από την ψηλή πόρτα να απομακρύνουμε με τα χέρια τον λίθο που έχει τοποθετήσει.
Κατά Μάρκο Ευ""γγέλιο 16. 3
Έλεγαν μεταξύ τους Ποιος θα μας κυλήσει την πέτρα από την είσοδο του μνήματος.
Τελικά, ούτε ο Οδυσσέας, ούτε ο Ιησούς μετατοπίζουν την μεγάλη πέτρα. Ο Οδυσσέας χρειάστηκε τον Κύκλωπα (για αυτό δεν τον σκότωσε και μόνο τον τύφλωσε), και ο Ιησούς τον άγγελο να την μετατοπίσει.
Ερωτήσεις: Γιατί ο Ιησούς περιμένει τον άγγελο να την μετατοπίσει και δεν μπορεί να την μετατοπίσει ο ίδιος; Υποτίθεται ότι έχει αναστηθεί και είναι τώρα παντοδύναμος Θεός.
Άλλη μια ερώτηση:
Εάν ο Θεός είναι παντοδύναμος, μπορεί να δημιουργήσει μια πέτρα τόσο βαριά έτσι που ούτε ο ίδιος να μπορεί να σηκώσει;
Εάν δεν μπορεί να την δημιουργήσει δεν είναι παντοδύναμος.
Εάν την δημιουργήσει και δεν μπορεί να την σηκώσει, δεν είναι παντοδύναμος.
Βοήθεια χριστιανοί....

Κατά Μάρκο Ευαγγέλιο 9.3
Μοτίβο:
Ο Οδυσσέας μόνος με τον Τηλέμαχο.
Ο Ιησούς μόνος με τον Πέτρο, Ιάκωβο και Ιωάννη.
Η Αθηνά τον άγγιξε με το μαγικό ραβδί. Πρώτα έβαλε γύρω από τα στήθη του και την νεότητα του καθαρό ρούχο και χιτώνα.
Ο Ιησούς μεταμορφώθηκε, τα ρούχα του έγιναν αστραφτερά, κατάλευκα σαν το χιόνι.
Ο Τηλέμαχος τρομοκρατήθηκε από την μεταμόρφωση, και πρόσφερε δώρα.
Οι μαθητές τρομοκρατήθηκαν από την μεταμόρφωση και προσφέρθηκαν να στήσουν σκηνές.
Κατά Μάρκο Ευαγγέλιο 9.2/10
Πατροφάνεια
(Ο Τηλέμαχος) ...επειδή φοβήθηκε γύρισε τα μάτια αλλού, και αφού προσφώνησε λόγια φτερωτά του είπε: ...κάποιος θεός θα είσαι...
σε αυτόν απάντησε ο πολύπαθος Οδυσσέας: «Δεν είμαι κάποιος θεός. Γιατί με παρομοιάζεις με τους αθανάτους; Αλλά είμαι ο πατέρας σου».(Πατροφάνεια)
Ο Οδυσσέας του ζήτησε να κρατήσει μυστική την ταυτότητα του.
Ο Τηλέμαχος δεν μίλησε.
Θεοφάνεια ή Πατροφάνεια;
Μια φωνή από τον ουρανό ανακοίνωσε ότι ο Ιησούς ήταν γιος του θεού.
Ο Ιησούς ζήτησε από τους μαθητές του να μην πουν σε κανένα τι είδαν (μέχρι να αναστηθεί).
Οι μαθητές δεν μίλησαν.
Με το σκεπτικό του δόγματος της αγίας Τριάδος, άγιο Πνεύμα, Πατήρ και Υιός είναι το ίδιο. Αρα, και στην προκειμένη περίπτωση του Ιησού, μπορούμε να πούμε ότι όπως και στην περίπτωση της Οδύσσειας με τον Οδυσσέα να αποκαλύπτεται στον Τηλέμαχο σαν πατέρας του= Πατροφάνεια,
έτσι και στο Κατά Μάρκο Ευαγγέλιο 9.2/10 υπάρχει η εμφάνιση του πατρός Πατήρ=Υιός= Πατροφάνεια, άρα Θεοφάνεια = Πατροφάνεια
Η πτώση
Οδύσσεια κ/μ
Πράξεις 20, 7/12
Ο Οδυσσέας και το πλήρωμα του ΄έφυγαν από την Τροία για να επιστρέψουν στην Ελλάδα.
Ο Παύλος και το πλήρωμα σταμάτησε στην Τρωάδα* έχοντας φύγει από την Αχαΐα για να επιστρέψει στην Ιερουσαλήμ.
Μετά το ταξίδι το πλήρωμα και ο Οδυσσέας γευμάτισαν.
Μετά το ταξίδι οι πιστοί και ο Παύλος γευμάτισαν.
Υπήρχε κάποιος Ελπήνωρ πάρα πολύ νέος.
Καθόταν ένας νεανίας ονόματι Εύτυχος.
Ο Ελπήνωρ έπεσε σε ύπνο βαθύ.
Ο Εύτυχος έπεσε σε ύπνο βαθύ
Η συμφορά συνέβη τα μεσάνυχτα.
Η συμφορά συνέβη τα μεσάνυχτα.
Ο Ελπήνωρ έπεσε από την στέγη.
Ο Εύτυχος έπεσε από του τριστέγου.
Οι βοηθοί πήγαν και φέρανε το σώμα.
Οι βοηθοί πήγαν και φέρανε το σώμα.
Και πάει λέγοντας ............................................

Ποιος έκλεψε τον Όμηρο; Ποιος;;;;;;

ΠΗΓΗ