Κυριακή 19 Σεπτεμβρίου 2010

Η αγέρωχη προσευχή της Σοφίας



ενός πρώην ιερέα πάνω στον Παρθενώνα
και προς τιμή της Αθηνάς θεάς της Σοφίας

Ο Ερνέστος Ρενάν, στην "Προσευχή πάνω στην Ακρόπολη"

Ω ευγένεια ! ω απλή κι αληθινή ομορφιά ! Θεά, που η λατρεία σου φανερώνει την ορθή κρίση και τη φρόνηση, εσύ που ο ναός σου είναι ένα αθάνατο μάθημα συνειδήσεως και ειλικρινείας, αργά φθάνω στο κατώφλι του ιερού ναού σου , φέρνω μαζί μου για να προσφέρω στο βωμό σου πολλές τύψεις.

Για να σ’ εύρω χρειάστηκε να κάνω άπειρες προσπάθειες, την μυσταγωγία, που εχάριζες εσύ στον αρχαίον Αθηναίο, όταν γεννιόταν μέσα από ένα χαμόγελο, εγώ την απέκτησα ύστερα από μακροχρόνιες αναζητήσεις και μετά από πολλούς συλλογισμούς.Γεννήθηκα, μεγαλομάτα Θεά, από Κιμμερίους, καλόκαρδους και ενάρετους ανθρώπους, που κατοικούν στις όχθες μιας σκοτεινής θάλασσας, γεμάτης από απότομους βράχους, που συνεχώς τους δέρνουν οι βαρειές καταιγίδες. Εκεί, μόλις ξέρουν τον ήλιο, για λουλούδια τους έχουν τα φύκια της θάλασσας και τα χρωματιστά κογχύλια, που συναντά κανείς στο βάθος των ερημικών κόλπων.

Τα σύννεφα εκεί φαίνονται σαν να μην έχουν χρώμα, και η ίδια η χαρά ακόμη, είναι κι αυτή, εκεί, κάπως θλιμμένη, όμως μέσα από τους βράχους αυτούς ξεπροβάλλουν βρυσούλες με κρυστάλλινα νερά, και τα μάτια των κοριτσιών μοιάζουν σαν τις καταπράσινες πηγές, που πάνω από την κυματιστή πρασινάδα τους καθρεφτίζεται, στο βάθος, ο ουρανός.

Οι πρόγονοί μου, όσο μακρινή κι αν είναι η καταγωγή μας, είχαν καταγίνει με μακρινά ταξίδια, που ούτε οι Αργοναύτες δεν εγνώρισαν.

Είχα ακούσει, σαν ήμουν μικρός, τα τραγούδια των πολικών ταξιδιών, ενανουρίστηκα με τις αναμνήσεις των πάγων, που πλέουν πάνω στις καταχνιασμένες σαν το γάλα θάλασσες, με την ανάμνηση νησιών κατοικημένων από πουλιά, που κελαιδούν με τις ώρες τους, και ύστερα πετώντας όλα μαζί σκοτεινιάζουν με μιας τον ουρανό.

Ιερείς μιας ξένης, ιδιαίτερης, απ’ τη δική σου θρησκείας, Σύροι, που ήλθαν από τη Παλαιστίνη, επήραν τη φροντίδα να με μορφώσουν.

Οι παπάδες αυτοί ήταν σοφοί και άγιοι.

Με εδίδαξαν τις ατέλειωτες ιστορίες του Κρόνου που έπλασε τον κόσμο, και του γιου του, του Δία, που, καθώς λένε, επραγματοποίησε ένα ταξίδι πάνω στη γη. Οι ναοί τους είναι τρεις φορές πιο υψηλοί από τον ιδικό σου, ω Ευρυθμία, και μοιάζουν με δάση, μονάχα που δεν είναι στερεοί, πέφτουν και γίνονται ερείπια μέσα σε διάστημα πέντε – έξι αιώνων. Αυτά είναι φαντασίες βαρβάρων, που θαρρούν πως μπορούν να κάνουν κάτι ωραίο, έξω από τους κανόνες, που έχεις χαράξει.

Εσύ στους εμπνευσμένους σου, ω Φρόνηση.

Μα οι ναοί αυτοί μου ήταν τότε ευχάριστοι, δεν είχα μελετήσει ακόμη τη Θεία Τέχνη σου, εκεί μέσα εύρισκα τον Θεό.

Έψαλλαν εκεί ψαλμούς, που ακόμη τους θυμάμαι:

Χαίρε, άστρο της θάλασσας, βασίλισσα αυτών, που στενάζουν μέσα στην κοιλάδα των δακρύων. Ή ακόμη καλύτερα: “Ρόδο μυστικό, ελεφάντινε Πύργε, χρυσό Παλάτι, Άστρο της αυγής”.

Παράβλεψε Θεά, όταν ξαναθυμάμαι αυτούς τους ψαλμούς, η καρδιά μου πλημμυρίζει από πίστη, γίνομαι, σχεδόν αποστάτης σου. Συγχώρα μου αυτή τη γελοιότητα, δεν μπορείς να φαντασθής τη γοητεία, που οι βάρβαροι αυτοί μάγοι εσκόρπισαν μέσα σ’ αυτούς τους στίχους, και πόσο μου στοιχίζει να ακολουθήσω τώρα ολοφάνερη την Αλήθεια.

Ύστερα απ’ όλα αυτά, αν ήξερες πόσο δύσκολο είναι να σε λατρεύει κανείς ! Όλη η ευγένεια έχει εξαφανισθεί σήμερα. Οι Σκύθες έχουν κατακτήσει τον κόσμο. Δεν υπάρχει πια δημοκρατία από ελευθέρους ανθρώπους, δεν υπάρχουν πια βασιλιάδες από ταπεινή καταγωγή, μεγαλειότητες, που θα μειδιούσες γι’ αυτές. Αμόρφωτοι υπερβόρειοι ονομάζουν ελαφρόμυαλους αυτούς που σε λατρεύουν.

Μια τρομερή παμβοιωτία ένας συνασπισμός από όλες τις ανοησίες, απλώνει στον κόσμο κάποιο παγωμένο και βαρύ, σαν μολύβι, σκέπασμα, που πεθαίνει κανείς από ασφυξία κάτω απ’ αυτό. Κι αυτοί ακόμη, που σε τιμούν, τόσο θα πρέπει να σε λυπούνται! Θυμάσαι αυτόν τον Καληδόνιο (τον Σκώτο), που εδώ και πενήντα χρόνια κομμάτιασε τον ναό σου με τα κτυπήματα του σφυριού του για να πάρει μαζί του τα κομμάτια του ναού σου στο νησί της Θούλης; Έτσι άραγε κάνουν όλοι;

Έχω γράψει, σύμφωνα με μερικούς κανόνες που αγαπάς, ω Θεονόη, τη ζωή του νέου Θεού, που ελάτρεψα στα παιδικά μου χρόνια. Με θεωρούν σαν να είμαι ο φιλόσοφος Ευήμερος, μου γράφουν για να με ρωτήσουν τι σκοπό έχω στο μυαλό μου, αυτοί όμως ενδιαφέρονται μόνον για κάθε τι που εξυπηρετεί τα οικονομικά τους. Και γιατί λοιπόν γράφει κανείς την ζωή των Θεών, ω ουρανέ, αν αυτό δεν ήταν να μας κάνει ν’ αγαπήσουμε το Θείον, που υπήρχε μέσα σ’ αυτούς, και για να δείξει, ότι το Θείον αυτό ζει και θα ζει αιώνια μέσα στη καρδιά της ανθρωπότητος;

Θυμάσαι την ημέρα εκείνη, κάτω από το αρχοντικό του Διονυσόδωρου, όπου ένας κακοφτιαγμένος, μικρόσωμος Ε β ρ α ί ο ς μιλώντας την Ελληνική γλώσσα των Σύρων, ήρθεν εδώ, προσπέρασε βιαστικά τα προπύλαια, χωρίς να σε καταλάβει, διάβασε με μεγάλη προσοχή τις επιγραφές σου και πίστεψε πως βρήκε στον περίβολο σου ένα βωμό αφιερωμένο, σ’ ένα Θεό, σ’ αυτόν που ήταν : Ο Άγνωστος Θεός. Ε, λοιπόν, ο μικρόσωμος αυτός Εβραίος απήγαγε τον βωμό σου. Επί χίλια χρόνια σε θεωρούσαν σαν ψεύτικο είδωλο, σ’ αυτά τα χίλια χρόνια ο κόσμος ήταν μια ερημιά, όπου δεν εφύτρωνε λουλούδι.

Σ’ όλο αυτό το χρονικό διάστημα σιωπούσες, ω Αθηνά Σάλπιγξ, σαλπικτήριον όργανο του νου, Θεά της ευταξίας και του ρυθμού, εικόνα της ουράνιας σταθερότητος. Γινόταν ένοχος κανένας, όταν σ’ αγαπούσε, και σήμερα, που ύστερα από ευσυνείδητη εργασία καταφέραμε να σε πλησιάσωμε, μας κατηγορούν, πως έχουμε κάμει έγκλημα στο ανθρώπινο πνεύμα, αψηφώντας τις θεωρίες επάνω στις οποίες εδίδαξεν ο Πλάτων.

Μόνη εσύ είσαι νέα, ω Κόρη, μόνη εσύ είσαι αγνή, ω Παρθένος, εσύ μόνη είσαι αγία, ω Υγεία, εσύ μόνη είσαι δυνατή, ω Νίκη.

Τις μεγάλες πόλεις εσύ τις προστατεύεις, ω Πρόμαχος. Έχεις ότι πρέπει από τον Άρη, ω ” Αρεία ” Αθηνά.

Η ειρήνη είναι ο σκοπός σου, ω Ειρηνική Θεά.

Νομοθέτρια, πηγή των δικαίων θεσμών, ” Δημοκρατία “, εσύ που βασικό δόγμα σου είναι, ότι κάθε καλό προέρχεται από τον λαό, και ότι, παντού, όπου δεν υπάρχει λαός για να θρέψει και να εμπνεύσει τη διάνοια, εκεί δεν υπάρχει τίποτε, μάθε μας να διαλέγωμε τα διαμάντια μέσα από τους ακάθαρτους σωρούς.

Θεϊκή Πρόνοια, που κατάγεσαι από τον Δία, ιερή εργάτρια, μητέρα κάθε πνευματικής εργασίας, ω Εργάνη, εσύ που κάμνεις τον εργάτη να γίνει πολιτισμένος και τον τοποθετείς τόσο πιο ψηλά από τον οκνηρό Σκύθη, Θεά της Σοφίας, εσένα που σ’ εγέννησεν ο Δίας από το κεφάλι του, παίρνοντας βαθιά την αναπνοή του , εσύ που κατοικείς μέσα στη συνείδηση του πατέρα σου, ενωμένη ολοκληρωτικά με την ύπαρξή του, εσύ που είσαι η συνοδός του και η συνείδησή του, Αθηνά Ενέργεια, σπίθα που ανάβεις και διατηρείς την φωτιά στους ήρωες και στους ανθρώπους του πνεύματος, κάνε μας να γίνουμε πνευματικά τέλειοι.

Διάλεξες να κατοικήσεις με τους Αθηναίους, σαν πιο σοφούς, την ημέρα που οι ίδιοι οι Αθηναίοι και οι Ρόδιοι αγωνίστηκαν ευλαβικά για την ιερή θυσία. Μα ο πατέρας σου έστειλε σε τούτους τον Θεό Πλούτο μέσα σ’ ένα χρυσό σύννεφο στη μεγάλη πόλη των Ροδίων, γιατί είχαν προσφέρει κι αυτοί μεγάλες τιμητικές θυσίες στην κόρη του. Οι Ρόδιοι έγιναν τότε πλούσιοι, αλλά οι Αθηναίοι απέκτησαν πνεύμα, δηλαδή : την αληθινή χαρά, την παντοτινή ευθυμία, την Θεϊκή παιδικότητα της καρδιάς !

Ο κόσμος δεν θα σωθεί παρά μόνον, όταν ξαναγυρίσει πίσω σε σένα, αφού ξεχάσει και αποβάλει τις βάρβαρες συνήθειές του, ας τρέξουμε, ας έλθουμε όλοι μαζί.

Πόσο όμορφη θα είναι αυτή η ημέρα, όπου όλες οι πόλεις, που πήραν κάτι από τα υπολείμματα του ναού σου : η Βενετία, το Παρίσι, το Λονδίνο, η Κοπεγχάγη, θα ξαναδώσουν πίσω τα κλοπιμαία τους, επανορθώνοντας έτσι την αδικία που έκαναν!

Θα σχηματίσουν επίσημες αντιπροσωπείες, αρχαιολογικές αποστολές, στα ιερά μέρη της Ελλάδος για να ξαναδώσουν τα αρχαία μνημεία, που κρατούν ακόμα στη κατοχή τους, λέγοντας : “Συγχώρεσέ μας Θεά”! Τα πήραμε για να τα σώσωμε από τους βαρβάρους, από τα κακά δαιμόνια της νύχτας, και θα ξαναχτίσουν τα τείχη σου, κάτω από τους ήχους της φλογέρας σου, για να ξεπλύνουν το κρίμα του ανόσιου Λύσανδρου, που τα γκρέμισε.

Πιστός σε σένα, θα αντισταθώ στους επικίνδυνους και μοιραίους συμβούλους μου : στον σκεπτικισμό μου, που με κάνει να αμφιβάλλω, στην ανησυχία του πνεύματός μου, που κι όταν ακόμα βρεθεί η αλήθεια με κάμνει να την αναζητώ διαρκώς στη φαντασία μου που δεν μ’ αφήνει ποτέ να ησυχάσω, και ύστερα από την διαπίστωσή της από την ίδια τη λογική.

Ω αρχηγέτιδα Αθηνά, ιδανικό, που ο κάθε μεγαλοφυής άνθρωπος ενσαρκώνει στα αριστουργήματά του, προτιμώ να είμαι ο τελευταίος στη πατρίδα σου, παρά ο πρώτος οπουδήποτε αλλού.

Ναι, θα προσκολληθώ στον στυλοβάτη του ναού σου, θα ξεχάσω κάθε άλλη πειθαρχία, εκτός απ’ τη δική σου, θα γίνω στυλίτης στις κολώνες σου, στο επιστήλιο σου επάνω θα στήσω το κελί μου.

Κάτι πιο δύσκολο ακόμη:

Για να σε ευχαριστήσω, για χάρη σου, θα γίνω αν μπορώ,

Ασυμβίβαστος, μεροληπτικός, φανατικός, θα αγαπώ μόνο εσένα. Θα μάθω τη δική σου τη γλώσσα, θα ξεμάθω όλα τ’ άλλα, δεν θ’ αγαπώ κανέναν άλλο, παρά μόνον εσένα.

Θα γίνω άδικος γι αυτόν, που δεν σε λατρεύει, θα γίνω ο υπηρέτης και του τελευταίου από τους απογόνους σου. Τους σημερινούς κατοίκους της γης, που έδωκες στον Ερεχθέα, θα τους εξυψώσω θα τους περιποιηθώ, θα τους συμπαθήσω. Θα προσπαθήσω να πείσω τον εαυτό μου, ω Ιππία Αθηνά, ότι οι νεώτεροι Έλληνες κατάγονται από τους ιππείς, που πανηγυρίζουν εκεί ψηλά, επάνω στο μάρμαρο του διαζώματος του ναού σου, την παντοτινή γιορτή τους. Θα ξεκολλήσω απ’ την καρδιά μου κάθε χορδή, που δεν είναι καθαρή λογική και αληθινή Τέχνη.

Θα σταματήσω ν’ αγαπώ τις αρρώστιες μου, να ενδιαφέρομαι για τον πυρετό μου. Υποστήριξέ με στη σταθερή μου απόφαση, ω Αθηνά Σώτειρα, εσύ που σώζεις.

Πόσες δυσκολίες, πραγματικά, βλέπω μπροστά μου!

Πόσες πνευματικές συνήθειες θα πρέπει ν’ αλλάξω!

Πόσες γοητευτικές αναμνήσεις θα πρέπει να ξεριζώσω απ’ την καρδιά μου ! Θα προσπαθήσω όσο μπορώ αλλά δεν είμαι βέβαιος για τον εαυτό μου.

Αργά σ’ έχω γνωρίσει, τέλεια, ασύγκριτη, καλλονή!

Θα έχω πολλές μεταβολές μέσα μου, μεταπτώσεις, αδυναμίες. Μία φιλοσοφία κακόβουλη, χωρίς αμφιβολία, μ’ έκανε να πιστεύω ότι:

Η καλοσύνη και η κακία, η χαρά και η θλίψη, η ομορφιά και η ασχήμια, η λογική και η τρέλα, αλλάζουν μεταξύ τους, με λεπτούς χρωματισμούς, τόσον αδιόρατους, όσο είναι και οι λεπτότατες αποχρώσεις στο λαιμό ενός περιστεριού.

Να μην αγαπά κανείς τίποτε, να μην μισεί κανείς απολύτως τίποτε, αυτό καταντάει να λέγεται φρονιμάδα. Αν μια κοινωνία, αν μια φιλοσοφία, αν μια θρησκεία, θα μπορούσε να κατείχε την απόλυτη αλήθεια, αυτή η κοινωνία, αυτή η φιλοσοφία, αυτή η θρησκεία, θα είχε νικήσει όλες τις άλλες και θα ζούσε μόνη αυτή την ώρα. Όλοι αυτοί, που ως τώρα έχουν πιστέψει ότι έχουν δίκαιο, έχουν απατηθεί. Το βλέπουμε ολοφάνερα.

Μπορούμε, χωρίς ανόητον εγωισμό να πιστέψωμε, ότι το μέλλον δεν θα μας κρίνει καθώς και μεις κρίνομε το παρελθόν; Να οι βλαστήμιες, που μου υπαγορεύει το βαθιά ανήσυχο, το κακομαθημένο μυαλό μου. Μια φιλολογία, που, όπως η δική σου, θα ήταν εντελώς υγιής, δεν θα ενέπνεε τώρα πια παρά την πλήξη.

Είμαστε κακομαθημένοι, τι να γίνει;

Θα τραβήξω μακρύτερα ακόμη στις σκέψεις μου, Θεά της λογικής, θα σου πω την βαθύτερη διαστροφή της καρδιάς μου : Νους και ευθυκρισία δεν είναι αρκετά για να εξηγήσουν τον κόσμο.

Υπάρχει κάποια ποίηση στον παγωμένο Στρυμόνα και στο μεθύσι της Θράκης. Θ’αρθούν αιώνες, που οι μαθητές σου θα λογίζονται σαν οπαδοί της Ανίας.

Ο κόσμος είναι πιο μεγάλος απ’ ότι νομίζεις. Εάν είχες ιδεί τα χιόνια των πόλων και τα μυστήρια του μεσημβρινού ουρανού, το παντοτινά γαλήνιο μέτωπό σου, Θεά, δεν θα ήταν τόσον ήρεμο, η κεφαλή σου, πιο πλατειά απ’ ότι είναι, θα χωρούσε κάθε λογής ομορφιές.

Είσαι αληθινή , αγνή, τέλεια. Το μάρμαρό σου δεν έχει κανένα ψεγάδι, μα και ο ναός της Αγίας Σοφίας, που βρίσκεται, στο Βυζάντιο, γεννά επίσης μια Θεϊκήν εντύπωση με τα τούβλα του και τα ψηφιδωτά του. Είναι η εικόνα του ουράνιου θόλου, θα καταρρεύσει και αυτός με τον καιρό. Όμως, κι αν ακόμη η αίθουσα του ναού σου, θα ήταν τόσον ευρύχωρη για να χωρέσει ένα αμέτρητο πλήθος, πάλι θα γκρεμιζόταν.

Ένα απέραντο ποτάμι λησμονιάς μας παρασύρει μέσα σε μιαν άβυσσο, χωρίς όνομα.

Ω άβυσσος, εσύ είσαι ο μοναδικός Θεός!

Τα δάκρυα όλων των λαών είναι αληθινά δάκρυα,

Τα δάκρυα όλων των σοφών κλείνουν μέσα τους ένα μέρος Αλήθειας.

Όλα εδώ κάτω δεν είναι παρά ένα σύμβολο και όνειρο.

Οι Θεοί περνούν και χάνονται, όπως και οι άνθρωποι, και δεν θα ήταν καλό να έμεναν αθάνατοι.

Η πίστη, που δέχθηκαν κάποτε δεν μπορούσε ποτέ να συνεχισθεί αιώνια, έχει ξεπεραστεί πια γι’ αυτούς, αφού έχει κυλήσει απαλά μέσα στο πορφυρένιο σάβανο της Λήθης, όπου κοιμούνται οι ” νεκροί ” Θεοί.

Προσευχή αγέρωχης υπερηφάνιας και υψηλής νοημοσύνης

Πηγή

1 σχόλιο:

  1. Ο Ερνέστος Ρενάν (Ernest Renan) (1823-1892), αυτός ο Γάλλος φιλόσοφος και ιστοριογράφος, ήταν από τους ηγέτες της κριτικής φιλοσοφίας στη Γαλλία. Σπούδασε σε διάφορα εκκλησιαστικά κολλέγια και σεμινάρια και στην αρχή ασπάστηκε το ιερατικό σχήμα. Όμως αργότερα (1845) ξαναέγινε λαϊκός.Ο Ερνέστος Ρενάν, στην "Προσευχή πάνω στην Ακρόπολη" γράφει: "Η εντύπωση που μου προξένησε η Αθήνα είναι η πιο δυνατή κατά πολύ από όσες έχω νιώσει μέχρι τώρα. Ένας είναι ο τόπος όπου υπάρχει η τελειότητα, δεν υπάρχει δεύτερος: είναι αυτός. Ποτέ δεν είχα φανταστεί κάτι παρόμοιο. Αυτό που αντίκρυζα ήταν το ιδεώδες, απαθανατισμένο σε πεντελικό μάρμαρο. Μέχρι τότε πίστευα, ότι η τελειότητα δεν είναι του κόσμου τούτου".
    Και συνεχίζει, σε άλλο σημείο της "Προσευχής" του: "Ήξερα, πριν από το ταξίδι μου, ότι η Ελλάδα είχε δημιουργήσει την επιστήμη, την τέχνη, την φιλοσοφία, τον πολιτισμό, αλλά μου έλειπε η κλίμακα. Σε άλλο σημείο του έργου του, απευθυνόμενος προς τη Θεά Αθηνά, γράφει: "Ω, ευγένεια! Ω, απλή κι αληθινή ομορφιά! Θεά που η λατρεία σου σημαίνει λόγο και σοφία, εσύ που ο ναός σου είναι ένα αιώνιο μάθημα αυτογνωσίας κι ειλικρίνειας!!..."Αυτή η Προσευχή του στην Αθηνά "... φέρνει το μήνυμα για μία ακόμη φορά, πως οι αξίες του Ελληνισμού υπήρξαν και εξακολουθούν να είναι σημεία αναφοράς και δικαίωσης του ανθρώπου".

    ΑπάντησηΔιαγραφή